Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργιάδου Στέλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργιάδου Στέλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Τίτλοι τέλους


 
Κρατιέσαι από το σώμα μου
σαν τα λειψά συντρίμμια
που αρπάζεται ο ναυαγός
Εσύ να μάχεσαι τον χρόνο
κι εγώ
να ξαποσταίνω στο βυθό

     
                     *
 
Εκεί στο σκοτεινό υπόγειο
δε συμβαίνουν παραμύθια
Κανείς δε σώζει το κορίτσι
κανείς δε σώζεται απ’ την αγάπη
Μόνο μουλιάζει ως τα κόκκαλα
τρέφοντας το σαράκι

  
                    *
 
Το τέλος ήρθε αθόρυβα
σαν να φοβότανε
μήπως το αντιληφθούμε
κι απ’ έξω το κλειδώσουμε
Το τέλος είναι ύπουλο
Μόνο η αρχή κορδώνεται
μες την αφέλειά της


Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015

Το τέλος δεν


Δυο δρασκελιές απ’ το παράθυρο
Αυτό είναι

Κι όλα τελειώνουν εδώ
σ’ αυτό το θλιβερό δωμάτιο
στο ξέστρωτο κρεβάτι
που αχνίζει ακόμα

 Πόσες φορές 
αγκιστρωμένη πάνω σου
μες το λακκάκι του λαιμού
δεν μύρισα τη θλίψη
το φόβο την απουσία
Κι όμως
σ’ εκείνες τις κρυφές πτυχές
των ιδρωμένων μας κορμιών 
φωλιάζει ακόμα η ελπίδα
–τάχα μικρή τάχα καταραμένη– 
και μάταια εκλιπαρεί 
να την ελευθερώσουμε

Δυο δρασκελιές
αυτό ήταν όλο

 Θα έκλεινες την πόρτα
θα έκοβα το σκοινί
θα σταματούσε ο χρόνος
ο δικός μας


Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015

Κοιμήσου Έλλη


Η Έλλη δεν θα ξαναμιλήσει
Δεν θα ξανακοιμηθεί στα σκαλιά
κυνηγημένη απ’ τους άγριους αέρηδες
Δεν θα μου ξαναγελάσει πια
μ’ εκείνη την καλοσυνάτη τρέλα της
Η Έλλη απεβίωσε ετών 68
Σήμερα είδα το χαρτί με τη μαύρη τρέσα
κολλημένο πάνω από τα κοινόχρηστα
που να πληρώσω πάλι ξέχασα

Ήταν σχεδόν όμορφη ξαπλωμένη αναπαυτικά
κάτω απ’ το μαλακό φως των κεριών
Δυο μακρινοί συγγενείς όλο κι όλο
κι ο παπάς της ενορίας με βλέμμα ανακούφισης
Δεν πλησίασα

Τουλάχιστον τον γλίτωσες τον φετινό χειμώνα
Και πού ξέρεις
μπορεί αυτό να είναι το ταξίδι που σχεδίαζες
Έτσι δεν είναι Έλλη;
Νεκρή άλλωστε όλοι σε αγαπούν
Κι εγώ δεν θα νυχοπατάω πια
όταν γυρνώ απ’ τα ξενύχτια μου
μη σε ξυπνήσω και τρομάξεις
Κανένας πεθαμένος δεν ξυπνά
Έτσι δεν είναι Έλλη;

Να 'ξερα μόνο ότι πήρες τη μάλλινη εσάρπα σου
Τι καιρό κάνει άραγε εκεί στον Άδη;

Πόσο θα ήθελα να μην ξεχάσω
Μα αδίστακτος ο χρόνος προχωρά
Κι εσύ
από καιρό το ήξερες

Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015

Συναστρίες


                                     στη λογοτεχνική συντροφιά
                                                      εκείνων των ημερών

 
Θα τους λέγατε χαρούμενη συντροφιά
ίσως και να τους λέγατε λιγάκι βαρεμένους
(απ’ τον αέρα του βουνού;)
Σίγουρα μοιάζανε τύποι ιδιόρρυθμοι
Αντί για βότσαλα
λέξεις κλωθογυρνούν στο στόμα τους
να καθαρίσει ο ήχος
κι ατόφιο να προβάλλει
το βουητό των ρυακιών
το θρόισμα των φύλλων
το φτεροκόπημα απ’ των πουλιών το ξάφνιασμα


Ο καθένας τους κουβαλά και μιαν έρημο
μια γραφίδα ακατέργαστα όνειρα
κι έναν δρόμο με υπόγειες χαράξεις
Όλοι μαζί συνθέτουν τη στιγμιαία όαση
και πλημμυρίζει πράσινο αλλότροπο
ζεστό γαλάζιο ρέον φως

Εκρήξεις γέλιου
στα ποτήρια που υψώνονται
Ο πύργος δραπετεύει απ’ τη σκακιέρα
Ο φιλόσοφος επιμένει κυνικός
Η βασίλισσα πετά το διάδημα καθώς
το βουνό ολισθαίνει στη θάλασσα
Οι καλεσμένοι –επίτηδες– αφήνουν αιωρούμενα
μικρά ψήγματα ψυχής
υπόμνηση στο γυρισμό Κενταύρων κι Αμαζόνων

Στο Πήλιο
Ιούλιος του δυο χιλιάδες έντεκα
κάτι ανερμήνευτο συνέβη
Ίσως –κατά πώς λεν’ οι αλχημιστές–
ήρθαν σε σύζευξη τ’ αστέρια.

 
Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015

Ενοχές


Φταίω
και το ‘ξερα από νωρίς
Από τη μέρα
που τα πουλιά τραγούδησαν τον έρωτα
κι εγώ τα πρόσβαλα
μιμούμενη τους ήχους τους

 Αλλά κι εγώ
τον έρωτα ήθελα να υμνήσω
Αυτόν το νεανία τον παράφορο αλαζόνα
που υπνωτίζει την πραγματικότητα
βυθίζοντας σε λήθαργο
κάθε εχέφρονα απόσταση
κάθε αίσθηση κινδύνου

 Φταίω μάτια μου
που δεν παρέκαμψα τις εντολές του ενστίκτου
που νόμισα πως είναι παντοδύναμη
των αισθημάτων μου η δριμύτητα
να παρασύρει και τον τόπο και το χρόνο
–το αντίξοο πάνω απ’ όλα–
και να αποδημήσει μαζί με τα πουλιά
στους τροπικούς του ανέφικτου
χωρίς κανένα κόστος δίχως τραύματα

 Φταίω και που περιφρόνησα
τους οιωνούς των τρωτών ημερών
τους δισταγμούς ενός σοφού σηματοδότη
που δεν μου έδινε καμιά προτεραιότητα

Αχ βιαστική που είναι η νιότη
Αχ θαρρετή που είναι η βιασύνη
Κι αγύριστο αχ κεφάλι που ’ν’ το θάρρος
Προτάσσει το γυμνό του στήθος
να προστατέψει μια νεόδμητη περιοχή ονείρων
από τη διαβρωτική συνήθεια

 Δες τώρα πού κατάντησε
Διαπραγματευτής μιας απουσίας
κι ενός έρωτα θανάσιμα τραυματισμένου
έρμαιο στην κυριαρχία του εφικτού


Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015

Μη


Καμιά φορά οι σφαίρες
κάνουν μικρότερο κακό
από τις λέξεις
ήθελα να σου πω αλλά δεν πρόλαβα
Με πρόλαβαν τα τραύματα

 Με πρόλαβε ο κρότος τους
πάνω στην εύθραυστη αγάπη
Χίλια κομμάτια μάτια μου
που τα κοιτάζω απέλπιδα
Ανέλπιδα της συνοχής τα χρόνια

 Τι να μαζέψω
να μη ματώνει;

 Μα κι αν ματώνει
ας είναι, εμένα να ματαιώνει
Αίμα περίσσιο ας χυθεί
πριν να σκουριάσει
Της αυταρέσκειας
λαίμαργο άτι
να κεράσει
ξύδι και μέλι

 Καμιά φορά οι λέξεις
των πεπραγμένων
γίνονται το φορείο ή το φέρετρο


Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ,  2015
 

Όταν εγώ αγαπώ


Μ’ έναν καινούριο ήλιο
θα ντύσω τις λέξεις μου
να μη φοβάσαι να μην κλαις
Γιατί όταν εγώ αγαπώ
κρατιέμαι απ’ το φεγγάρι
και τραμπαλίζομαι

Μέχρι η ζάλη μου
το αίμα σου να νιώσει ζεστό
να ρέει
κάτω απ’ τα χλωμά πατήματά μου
Γιατί όταν εγώ αγαπώ
απροστάτευτο βρέφος γεννιέμαι
ξανά και ξανά

όταν εγώ αγαπώ


Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015

Έξοδος


                                       Στον Μάρκο Μέσκο

 
Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
χαλύβδινοι άνθρωποι, αδιάφορα βλέμματα
ζέστη πνιγηρή όχι απαραίτητα φωτιά
στεγνά μάτια χέρια υγρά
ακινησία
εκπομπές ρύπων χτύπων
ανούσιων συζητήσεων

Οι βασανιστές των ανθρώπων
δεν θα ‘ναι άνθρωποι
παρά χαλασμένοι ανεμιστήρες
και βρώμικες παραλίες
Θα ‘ναι ο απέναντι ξεφλουδισμένος
αμετακίνητος γκρίζος τοίχος
Η άπνοια του απομεσήμερου
στην καυτή άσφαλτο

Ναι, κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
Συνωστισμένες ψυχές σε αστικά λεωφορεία
με κλειστά παράθυρα και αναθυμιάσεις νίτρου
με αλλοιωμένους τους ιδρωτοποιούς αδένες
Χωρίς οδηγό χωρίς προορισμό
σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των πόλεων

Από τα χρώματα και τα όνειρα
θ’ απουσιάζουν το πράσινο το κυανό η πορφύρα
και όλα τα μενεξεδιά του σούρουπου
Μόνο μουντά γκρίζα και χλωμά μπεζ
στις όψεις των σπιτιών και των ανθρώπων
Ίσως και κάποιες χαραμάδες φωτός
να εισβάλλουν ‒μακρινές σαν νοσταλγίες‒
ίσα-ίσα να θεριεύει
το άλγος της απώλειας

Κάπως έτσι (σκεφτόταν) θα ήταν η κόλαση
αναγκαστική επιβίωση κατά μόνας
με παιδιά που θα γεννιούνται γερασμένα
εις το διηνεκές ομοιότροπη ασθένεια
Απαράλλαχτα ίδιες οι νύχτες ανονείρευτες
και οι μέρες αφόρητα εργοστάσια κανόνων
Κατεδαφίσεις σκέψεων με αντιπαροχή
και ποσοστό διαπραγματεύσιμο

Δεν τον ένοιαζε στ’ αλήθεια η κόλαση
μόνο πίνακες έφτιαχνε μ’ άραχλες σκέψεις
και τους κοίταζε χαμογελώντας επίμονα
καθισμένος στην άκρη του κήπου
Όσο ακόμη του επέτρεπε
ο γαιοσκώληκας
που χαμογελούσε περιπαικτικά
δαγκώνοντας ελαφρά το παπούτσι του.

Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015

 

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Λανθάνουσα ύπαρξη

Συγγνώμη μα δεν ήξερα
και νόμισα ότι αυτός ο κόσμος
είναι τερτίπι
μιας αρρωστημένης φαντασίας
που δόλια εκφυλίζει
το αγαθό σε μιαρό
και υποθάλπει
την έμφυτη στον άνθρωπο
ροπή προς το κακό
στην κάκιστη εκδοχή της

Κι όλο κοιμόμουνα
Κοιμόμουνα με πείσμα
για ν' αποδείξω πως δε ζω
παρά σε έναν εφιάλτη

και ... πού θα πάει θα ξυπνήσω

Περνούσανε οι μέρες
σε ασάλευτη σιωπή
κι ανάσα κρατημένη ως τα μύχια
Σε μάταιη αναμονή φωτός

Ώσπου στο τέλος πείστηκα
πως μάλλον δεν υπάρχω
Πως είμαι κάτοικος ονείρου
προσώπου άγνωστης ταυτότητας
Ευθύς με τρόμο διαπίστωσα
πως η μονάκριβη ύπαρξή μου
ζει την ελάχιστη διάρκεια
ενός αμφίβολου ύπνου

Και είπα ας προλάβω τάχα
να καταγράψω τώρα το συμβάν
Ίσως να με πιστέψουν κάποτε
οι άλλες εικασίες
πως ήμουνα κι εγώ εκεί
σε ειρκτή ανάμεσά τους.

Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου, 2011

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Ας

Ας ξαπλώσω απόψε
απ' της αλήθειας τη μεριά
- της δικής μου φυσικά -
Είναι προσωπικό στοίχημα η αλήθεια
κι αντιληπτή απ' τον καθένα
ανάλογα
με το σχήμα του κόσμου του

Ας θεωρήσω λοιπόν
ότι οι σκέψεις μου με συμπεριλαμβάνουν
στο βαθμό που τις υπακούω
σαν κατοικίδιο
ήμερο, στα όρια της ασφάλειάς του
έξυπνο, στα όρια της προέλευσής του
πιστό, στα όρια της αντοχής του

Ας υποθέσουμε τέλος
πως το ποίημα
είναι ο γενικός αποστακτήρας
αυτών που βίωσα
αγάπησα και μίσησα
ελπίζω ή φοβάμαι
ή
όσων νομίζω ότι βίωσα
αγάπησα και μίσησα
ελπίζω ή φοβάμαι

Ποιο να 'ναι άραγε εκείνο
το μαγικό συστατικό
που θα το κάνει κοινωνό
μιας έγκλειστης
- παράφορης σχεδόν -
ανάγκης για ουρανό

Λέξεις παυσίλυπες, λέξεις ασύλητες
ασύλληπτη για μένα αυτή η σκέψη
Ίσως στην έμβρυα μνήμη μου χαμένη
ή ανύπαρκτη

Ας είναι
Ας παραμείνει μυστική η έξοδος
ας μείνουνε τα μάτια σφαλιστά
κι ας τριγυρίζει εκείνο άηχο
ελεύθερο απ' τα δικά μου τα δεσμά

Ίσως αν ξαναγεννηθώ αθώα
θα μπορώ και να σωπαίνω.

Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου, 2011

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Σαν προσευχή

Μητέρα μου φύση
Δεν είμαι παρά ένα απ’ τα πιο αδύναμα πλάσματά σου
εγωκεντρικό απορριμματοφόρο, που προσπαθεί να σωθεί
απ’ την πλεονεξία της ευφυΐας του
κι από τη θλίψη που του προσφέρει
ο κατατρεγμός της σιωπής σου

Άφησε με να σε νιώσω, να νιώσω το αίμα που μας δένει
Να βαδίσω μαζί σου κι όχι απέναντί σου
Να ξαναβρώ την καταγωγή μου
Γιατί δεν είμαι άμοιρος ευθυνών
ούτε αθώος των προγονικών σφαλμάτων
Μα σ’ αγαπώ και σε χρειάζομαι
όπως ο άντρας την αγάπη της γυναίκας του
όπως η ανάσα μας, το οξυγόνο
όπως το αφυδατωμένο χώμα την αναγεννητική βροχή

Μου λείπεις και μου λείπουνε τα πάντα
Καμιά ισορροπία μέσα σ’ αυτόν τον αλλότριο κόσμο
Ανάμεσα στους ομοίους μου είμαι ο πιο ξένος
Η θλίψη μου είναι σαν την απουσία του ήλιου
στο άρμα της αυγής
Ο πόνος μου είναι σαν το καμένο δάσος,
σκοτεινός και άκαμπτος
Η οργή σου με φοβίζει και μ’ εξιλεώνει
Η μοίρα σου είναι και μοίρα μου

Μου χάρισες θεούς για να παρηγορώ τα κρίματα μου
και τους έκανα άρχοντες του φόβου μου
Μου χάρισες συντρόφους να μοιράζομαι την αγάπη
και τους έκανα σκλάβους και δυνάστες μου
Μου χάρισες ευφυΐα, όπλα και τόλμη να σε προστατέψω
κι εγώ ανήμπορο θύμα, αδιάφορος εκμεταλλευτής,
ένοχος έτσι κι αλλιώς
σε πληγώνω καθημερινά κι ανεπανόρθωτα

Και μόνο τη τέχνη μου άφησες
Δόρυ – δοξάρι
Να τραγουδήσω μήπως και σωθείς
Να πολεμήσω μήπως και γλιτώσουμε
Ή να το μπήξω μέσα μου
αυτόχειρας απορριπτέος
Τέκνο ανάξιο της μεγαλοσύνης σου

Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2009-2010, αδημοσίευτο

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Απραξίας εγκώμιον

Ώρες ατέλειωτες, κενές
Εκεί... Να σε κοιτάζω
Μαγνητισμένη ως τα κόκαλα του νου
Και να ρουφάς το βλέμμα μου
Ωσάν φίδι το γάλα

Ώσπου
Άδεια κούπα, εγώ
Να ξεψυχώ μπροστά σου
Την ώρα που θ’ αρχίζει
Το αιμόδιψο δελτίο των εννιά.

Το άλλο βράδυ
Θα μιλήσεις με τις φλόγες του τζακιού


Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2009-2010, αδημοσίευτο


Παρόδιο

Χωρίς λόγο ξανά εμφανίστηκες
να ταράξεις το θλιβερό μου απόγευμα
τη φαντασμαγορία της δύσης των αισθήσεων
που κατάγονται από τη χώρα των λυγμών

Τσαλακώνεις το σούρουπο
με μια κίνηση ηγεμόνα
και με φέρνεις στα όρια
του φθόνου

Όμορφη μέρα, μου λες. Κοίταξέ με
Ναι, όμορφη μέρα. Σε κοιτώ
Ομοιόμορφη

Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2009-2010, αδημοσίευτο

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Καταδίκη

Θέλω να σας μιλήσω για το θάνατο

Μα όχι αυτόν
που ιστορούν οι ποιητές
σε πρώτη ευκαιρία
Ούτε τον άλλον, τον ηρωικό
θυσίας προϊόν, τόλμης κι αγάπης
Ούτε κι εκείνον που φλερτάρουνε με πάθος
του έρωτα οι ηττημένοι μαχητές
Και φυσικά, ποτέ δε θα μιλούσα
για τον λυτρωτικό, τον ευεργέτη
της ασθένειας ή του γήρατος

Ο θάνατος που μέμφομαι
δεν έχει όμοιο του
σε φρίκη ή σ’ αποκοτιά
Χωμένος τραγικά
μέσ’ σε ψυχές ανήλιαγες
σπηλιές παραφροσύνης
Εκεί που η ζωή σφαδάζει
αμνός, και τη θυσία καρτερά
του εξαγνισμού

Σπαράσσει ο φόβος το κορμί
δαιμόνιος δόλος ο κυρίαρχος του νου
στην αναπότρεπτη φυγή
άρμα βαμμένο αίμα

Σπλαχνίσου Άδη
την εθελούσια άρνηση
–θεματοφύλακα εσύ του σκότους–
και δώσε
στον πόνο έξοδο
φωτιά στο φόβο
και της απόγνωσης τα μάτια
με λάσπη σφάλισέ τα
ώσπου να λάμψουνε ξανά ζωή
Με τη ρομφαία του ήλιου
κάρφωσέ τον
Πύρινο φως
να πλημμυρίσουνε τα τάρταρα
Στο έρεβος να μην προσμένει πλέον
καμία λύτρωση

Αυτός ο θάνατος, ο αλλόφρων
στιγματισμένος, μιαρός
και εξοστρακισμένος
να καταδικαστεί
χωρίς αγάπη

Εις θάνατον
να καταδικαστεί
πολλάκις.

Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2008, αδημοσίευτο


Εσωτερικές ειδήσεις

Λειψή η ανατολή Ο καιρός σου παρήλθε και
δεν παρηγορούνται πια τα τριαντάφυλλα
Γυμνά αγκάθια σε ξερόκλαδο κορμί
Το στερημένο των φιλιών σου

Σ’ αφουγκράζομαι
σε κάποιαν έρημο πλεύση
Σ’ αναζητώ
σε χρόνο μη ευδόκιμο
Μοιάζω
ξένη σε κάθε εποχή
–μια παρωδία με χαμόγελα διαρκείας–

Ακραία τα φαινόμενα που μας εμπόδισαν
Ακραία η καιροσκόπος μου επιθυμία
Ακέραια η θλίψη μου την κάθε άνοιξη

Ανατρέχω στα ύστατα ημερολόγια
Ήδη, σημειωμένος ο καιρός της απουσίας
με μαύρη σκοτεινή αναπόληση
Και το χαρτί μουσκεύει από ξένα δάκρυα
που νιώθουν την οδύνη μου δική τους

Τουλάχιστον συννεφιά
Ναι, και βροχή παρακαλώ, αν επιτρέπεται
Βίαιη κι εκκωφαντική, ως κάθαρση
Να με ξεπλύνει απ’ την εκούσια απάθεια
να παρασύρει εκείνο το λυγμό
που έτσι κι αλλιώς δεν άκουσες

Στη θάλασσα, στη θάλασσα
να πνίξουμε τις λέξεις
των ανοχύρωτων ονείρων.

Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2008, αδημοσίευτο



Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Ου γαρ έρχεται μόνον

Κρέμονται από την πένα του
σταγόνες αγωνίας
Ποτέ δεν είν’ αργά για ένα θαύμα
σκέφτηκε
κι ύστερα, κοίταξε νωχελικά τη μαύρη αράχνη
που στη γωνιά της ύφαινε ιστό
μάταια κι αυτή προσμένοντας
περαστικές αγάπες
στα μεταξένια δίχτυα της να δέσει
νόστιμον ήμαρ

Κοιτάζει αίφνης το λευκό
του τοίχου χιόνι
που γκρίζαρε ανεπαίσθητα στον κρόταφο
Καιρός να βάψω τα μελλούμενα
σκέφτηκε πάλι

Η πένα, στου χαρτιού τη στείρα λάμψη
εκείνη της αγνής, του νου, λευκότητας
δε συνηγόρησε
Στέκει μετέωρη, παρατηρεί τα δρώμενα
Του ποιητή την έκδηλη αγωνία
στο πρόσωπο και τα σφιγμένα χείλη
στο απλανές μέσα στραμμένο βλέμμα
στα νύχια του, τα μισοφαγωμένα
και στον καφέ του από ώρα παγωμένο

Τίγκα και το τασάκι από γόπες
Να συνωστίζονται εκεί χαμένες σκέψεις
και αποκόμματα μιας έμπνευσης σπουδαίας
Πάλι τσιγάρο άναψε
Να καίγονται σε κάθε ρουφηξιά
ήλιοι και ανοιξιάτικες εικόνες
περιπαθείς συμπτύξεις των χειλιών
και έξοδοι ηρωικές από ‘να τέλμα
μίας καινοφανούς απόδρασης
Κρίθηκαν ακατάλληλες για τη μεταφορά
όλου του άσκοπου –πλην τίμιου– αγώνα
να εξωστρέψει μιαν ανύπαρκτη ενάργεια

Ήρθε άραγε το τέλος, με τρόμο αναρωτήθηκε
Μήπως να καταγράψει το παρόν;
Μήπως να σκάψει κι άλλο;
Αφήνει κάτω τη γραφίδα
κι ένα καινούριο πρόσχημα ζητά
να αναβάλλει την αποδοχή
αυτού, που μπρος του συντελείται

Τον χρόνο
μόνο τα βρέφη κι οι νεκροί
δεν τον φοβούνται


Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2008, αδημοσίευτο


Εγώ ο γλάρος

Σε μισώ που δε με κράτησες
μακριά απ’ τον κίνδυνο
Σε μισώ που μ’ αγαπούσες τόσο
ώστε να μ’ αφήσεις ελεύθερη
Σε μισώ που μου ‘δειξες την άλλη όχθη
μα δεν μ’ έσωσες καθώς πνιγόμουνα
Σε μισώ, που έκλαιγες για μένα κρυφά
όσο εγώ ερωτευόμουν ένα ψέμα
όσο ο καθρέφτης μου αντανακλούσε την απάτη
Θυμάσαι τα θολά νερά της λίμνης
στα βουλιαγμένα απογεύματα του Αυγούστου
Τότε που σ’ αγαπούσα;
Γλάρος εγώ κι εσύ ο πλαστουργός μου
Τι θέατρο!
Τι ζωή!

Σε μισώ
κι είναι το μόνο μου πια κίνητρο
να συνεχίσω να υπάρχω

Εγώ ο γλάρος


Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2008, αδημοσίευτο


Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Άωρο δις αινιγματικό

Και να που δε χορταίνω
Φως
Δισυπόστατη να σε διαβάζω
και να με ραίνει μελωδικά αχός
γνωστός από παλιά συντρίμμια
Φως να με ραίνει

Ας καίει τ’ αρνητικό του νου
Εκεί να φλέγονται
πικρά άχρηστα μυστικά
ξέθωρα μάτια, λυγισμένα όνειρα
Αποτάσσομαι του θεού σου
Φως εναγκαλίζομαι

Σημάδι διαλεγμένο
σε τοίχο που ασβέστωνε η θλίψη
επίμονο
Και σε προσκύνησα
Γιατί... οι καιροί ερχόμενοι
με πασουμάκι μαλακό
όχι μ’ αρβύλες και φωνές
μας ξάνθυναν τα μάτια
και ημερέψαν’ οι λυγμοί

Τώρα γλιστράνε μαλακά πάνω στο φως
που δε χορταίνω να ρουφώ, να με ρουφάει
και δεν μπορώ… Να
μιας φωνής αράδα να σκαρώσω
Κι εσύ, μιλάς με καταποντισμούς
Συνέπειες αθρόες
αναδιατάσσουν τα μικρά φωνήεντα
που φύλαγα στο λίκνο της αγάπης

Κάπου – κάπου
κάνε την καρδιά σου κάρβουνο
να βρίσκω πρώτη ύλη
για τη νύχτα
Και θα δωρίσω την πορφύρα
απ’ το πιο καθάριο αίμα μου
στη λιτανεία του θέρους –αν είναι νάρθει–
Καρποί σου οι λόγοι, αυτόπτες

Δε σιγουρεύεται το φως
αστέρι μου μοναχικό
Σταχτιά τα περιγράμματα σου
Δέλεαρ τα φωνητικά σου λόγια
πάνω κι απ’ της αψίνθου τα τεχνάσματα

Των φιλιών τ’ αποτύπωμα
χαρακιά στο κορμί του χειμώνα
Να σκύψω, μια σταλιά, στον ύπνο σου
να δω την κλίση του ονείρου σου

Όσον καιρό κι αν πάρει
μύθος θα γίνει


Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2008, αδημοσίευτο


Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Διάτρητος και μόνος

O ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΑΝΕΜΟ. Έναν άνεμο γεμάτο τρύπες. Φυσάει και κανένα καράβι δεν προχωρά. Ούτ’ ένα μέτρο, ούτε μισό κλυδωνισμό. Φυσάει, φυσάει, μέχρι που τα πνευμόνια του στεγνώνουν. Και μόνο εκείνος νοιώθει τον αέρα που εξέπνευσε. Τριγύρω νηνεμία. Γέλια, χαρές στις παραλίες, βόλτες, μαμάδες με καροτσάκια, ερωτευμένα ζευγάρια, στην πόλη μποτιλιάρισμα, συναλλαγές στα ύποπτα τραπέζια, αγγελίες, εξαγγελίες, απάτες κι οφθαλμαπάτες. Κι αυτός; Μόνος. Μόνος κι αόρατος. Αόρατος κι αόριστος. Ένας αόριστος γεμάτος τρύπες. Μα ποιος να τις δει; Ποιος θα δει πώς αιμορραγεί ένας αφανής άνεμος; Σέρνεται στις αγορές, στα πάρκα, στα στενά δρομάκια, στα φρεσκοσκαμμένα πεζοδρόμια. Περνάει απ’ τα πάτρια, τα οικεία και τα’ αλλότρια. Ίχνη αναίμακτα παντού. Σκορπίζει την ψυχή του, τη σκορπίζει και χαίρεται. Χαίρεται και γαληνεύει. Η οικουμενική του ταυτότητα πλημμυρίζει το σύμπαν. Ένα σύμπαν διάτρητης ύλης. Άνεμος ατάραχος χαϊδεύει τις τρύπες του σύμπαντος. Κάποιες νοικοκυρές καθαρίζοντας τις αυλές τους, μαζεύουν ξερά φύλα σε σωρούς και τα καίνε. Καίνε τις νοσταλγίες του και τον αφήνουνε γυμνό στην αδυσώπητη μνήμη. Μνήμη που τρέφει το παρόν και απαιτεί τροφή από το μέλλον. Πώς να σκαλίσει τώρα τα παλιά του υλικά, να επιδιορθώσει τους ιμάντες της βραδυπορίας του; Χώνεται βιαστικά στο συμβατικό του σώμα και υποτάσσεται. Εκεί, απόλυτα προφυλαγμένος, θα τραγουδήσει πάλι για τον προορισμό του αίματος.

Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2007, αδημοσίευτο

Ξέρεις ποιο ποίημα αγαπώ;

Ξέρεις ποιο ποίημα αγαπώ;
Μα φυσικά
εκείνο που δεν έγραψα ποτέ
εκείνο που δεν άντεξε
στην εισβολή των λέξεων
κι έφυγε τρομαγμένο
για ν’ αλητέψει λεύτερο
από της γλώσσας τα δεσμά
κι από της γνώσης
την αλαζονεία

Άστεγο τριγυρίζει από τότε
Στις παιδικές χαρές νυχτώνεται
και πάντοτε κοιμάται στα παγκάκια
Κι όταν καμιά φορά τυχαία με συναπαντά
μ ’ένα χαμόγελο συνενοχής
κάνει πως δε με βλέπει.

Στέλλα Γεωργιάδου
από τα ποιήματα του 2007, αδημοσίευτο