Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπλάνας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπλάνας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Ψυχοσαββατο


Οι νύχτες λάμπουν σαν κεριά στα χέρια των νεκρών
εκείνοι στέκονται -χρόνια- βουβοί
κάτω από δέντρα, σε χωράφια, σε πλαγιές, σε παραλίες.

Μόνο αν κάποτε γλυκάνει ο καιρός
κι οι φλόγες στενάξουν τραμοπαίζοντας στον
Ανοιξιάτικο
αέρα

σηκώνουν το χέρι
πασχίζοντας να κρατήσουν
το μόνο πράγμα που είναι γι' αυτούς σαν το φως.

Γιατί κι η νύχτα είναι Φως μπρος στη μαυρίλα
του Θανάτου.


Γιώργος Μπλάνας
από τη συλλογή Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή, 1987
Ηλίας Κεφάλας, Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης
Η γενιά του 1980 (Ιδιωτικό όραμα), 1989

Τι έκανες αφού κάθε νύχτα είναι μια νύχτα του Θεού


Τι έκανες;
Ποιος σ' έβαλε να φύγεις έτσι βιαστικά
με τα πουκάμισα λαχανιασμένα
και την ψυχή κουβάρι στη μασχάλη;

Ήξερες πως θα σκόνταφτες
στο δρόμο προς το Θάνατο
καθώς η Αγάπη βλασταίνει παντού.

Τι έκανες;
Τι έλεγες
πως κάλλιο το 'χες να γυρνάς
μονάχος σου σ' ατέλειωτα λιβάδια μ' ασφαδίλι
παρά σ' αυτούς τους δρόμους
που ρημάζαν την καρδιά σου;

Πρώτα ρημάζει ο Θάνατος
ύστερα η Ζωή
μετά η Αγάπη.


Γιώργος Μπλάνας
από τη συλλογή Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή, 1987
Ηλίας Κεφάλας, Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης, 
Η δεκαετία του 1980 (Ιδιωτικό όραμα), 1989

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Κάποιος άφησε το ποτήρι του και κοίταξε έξω : Στη νύχτα


Οι νεκροί κοιτάζουν τους ζωντανούς
πίσω από τζάμι θολό
θλιμμένοι
σφίγγοντας στα βουρκωμένα χέρια τους
ό,τι πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους.

Κάπου-κάπου, κάποιον αναγνωρίζουν
κι η καρδιά τους χτυπά.
Ανοίγουν το χέρι και ψάχνουν:
μια χάντρα κόκκινη
ένα φτηνό σταυρουδάκι
μια πολύχρωμη κλωστή.

Κοιτάζουν λίγο τα δάχτυλά τους
- πώς γίνηκαν τρυφερά με το χρόνο -
κι ύστερα γυρίζουν και χάνονται
σφίγγοντας στα βουρκωμένα χέρια τους
ό,τι ακριβότερο
πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους.

Γιώργος Μπλάνας
από τη συλλογή  Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή, 1987
Ηλίας Κεφάλας, Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης
Η δεκαετία του 1980 (Ιδιωτικό όραμα), 1989

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου

β'

Τώρα, Κύριε, γνωρίζω πως ήταν η μορφή σου
μες στη γλυκιά παράδοση του δειλινού.
Θυμούμαι τον πατέρα μου όρθιο
στην πόρτα της αυλής,
με τ' ανθηρά του χέρια να θροϊζουν
στις τσέπες του παντελονιού.
Δεν σκέπτεται τίποτε ή το πολύ πολύ
πως θα πρέπει να μπαλώσει τη σκεπή
τώρα που άνοιξε ο καιρός.
Κι όμως κάτι σ' εκείνο το βαθύ
γαλάζιο του απογεύματος τον πείθει
πως νίκησε τον θάνατο
-κάτι σαν αίσθηση άνεσης
μέσα στα φρεσκογυαλισμένα του παπούτσια.

Γιώργος Μπλάνας
από τη συλλογή Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου, 1990

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

'Αμαχος

Σύνθεση εικόνας της Μωβ

(Ένας άντρας βαδίζει στο στενό πεζοδρόμιο. Ένα σκυλί, ακολουθεί τα βήματά του. Κάποτε μπαίνει μπροστά. Τον κοιτάζει. Ο άντρας το διώχνει, ψιθυρίζοντας κάθε φορά τα ίδια μεθυσμένα λόγια. Δεν είναι στον τόπο του, ούτε ελπίζει να γυρίσει σύντομα. Δεν έχει σημασία. Ούτε πως υπήρξε φοιτητής της Κλασικής Φιλολογίας. Σημασία έχει πως από λίγο γλίτωσε το θάνατο στο στρατόπεδο προσφύγων που τον είχαν μεταφέρει. Κάπου στα Βαλκάνια. Νύχτα.)

Ξένος σε ξένο τόπο τι να πω και τι να κρύψω,
κυκλωμένος από την καχυποψία;
Πες μου. Τουλάχιστον εσύ
κάτι θα ξέρεις παραπάνω
γι’ αυτό το απίστευτο λαγούμι,
που μυρίζει ανθρώπινο αίμα όταν βρέχει,
και μυρίζει βροχή όταν ματώνει.
Μίλα ή σβήσε μόνος σου. να λείπουν
θαύματα και μαγείες και κόλπα !
Φύγε απ’ το δρόμο μου, τραβήξου!
Μπορώ να τρεκλίσω το δικό μου σκοτάδι.

Γιώργος Μπλάνας
από τη συλλογή Επεισόδιο. Ένα πολιτικό ποίημα, 2002