Στον Μάρκο Μέσκο
ζέστη πνιγηρή όχι απαραίτητα φωτιά
στεγνά μάτια χέρια υγρά
ακινησία
εκπομπές ρύπων χτύπων
ανούσιων συζητήσεων
παρά χαλασμένοι ανεμιστήρες
και βρώμικες παραλίες
Θα ‘ναι ο απέναντι ξεφλουδισμένος
αμετακίνητος γκρίζος τοίχος
Η άπνοια του απομεσήμερου
στην καυτή άσφαλτο
με κλειστά παράθυρα και αναθυμιάσεις νίτρου
με αλλοιωμένους τους ιδρωτοποιούς αδένες
Χωρίς οδηγό χωρίς προορισμό
σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των πόλεων
και όλα τα μενεξεδιά του σούρουπου
Μόνο μουντά γκρίζα και χλωμά μπεζ
στις όψεις των σπιτιών και των ανθρώπων
Ίσως και κάποιες χαραμάδες φωτός
να εισβάλλουν ‒μακρινές σαν νοσταλγίες‒
ίσα-ίσα να θεριεύει
το άλγος της απώλειας
με παιδιά που θα γεννιούνται γερασμένα
εις το διηνεκές ομοιότροπη ασθένεια
Απαράλλαχτα ίδιες οι νύχτες ανονείρευτες
και οι μέρες αφόρητα εργοστάσια κανόνων
Κατεδαφίσεις σκέψεων με αντιπαροχή
και ποσοστό διαπραγματεύσιμο
και τους κοίταζε χαμογελώντας επίμονα
καθισμένος στην άκρη του κήπου
Όσο ακόμη του επέτρεπε
ο γαιοσκώληκας
που χαμογελούσε περιπαικτικά
δαγκώνοντας ελαφρά το παπούτσι του.
Στέλλα Γεωργιάδου
από τη συλλογή Αμφίβια εγώ, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου