Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολίτου Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολίτου Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

τα τιμαλφή της προσευχής

Λοιπόν ώρα για ποίηση
κι άλλα του λόγου τιμαλφή.

Στύβεις σα λεμονόκουπα
ώσπου ν' αδειάσεις την ψυχή
Στάζεις πηχτά αποστάγματα
σε μελανά στιχάκια
το εξαίσιο των λέξεων θυμίαμα
να μην εξατμιστεί
η μυρωδιά της σάρκας σου
που καίγεται βουβά
το αίμα των ονείρων σου
ευλαβικά βαθύ να φυλαχτεί
στης μνήμης το μπουκάλι.

Καθώς της νύχτας η σιωπή
μες στο δωμάτιο θα τρίζει,
σκυφτός εσύ προσεύχεσαι
ανόσιε, ρημαγμένε ποιητή. 


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Επιτέλους αποβίβαση, 2018


πατρίδα

Στόματα ανήμπορα πικρά
μισοσκότεινα γεφύρια μάτια
βλέμματα όρνια αγριεμένα

Χρεωκοπούν οι τράπεζες
εκπορνευμένων μας ονείρων

Μόνη κι αγέλαστη η σιωπή
στην άρρωστη ρακένδυτη
να σέρνεται την πόλη

Κι αυτή η ασταμάτητη νεροποντή
νοικοκυρά να γδέρνει μανιασμένη
τις ανεξίτηλες ντροπές
από τα πεζοδρόμια της ιστορίας

Κι εσύ ακόμη λέξεις πιπιλίζεις
πάλι εσύ για ποίηση μιλάς; 


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Επιτέλους αποβίβαση, 2018

θαλασσινό κοιμητήριο

Γέμισε η θάλασσα σταυρούς.

Χέρια υψωμένα αποζητούν τον ουρανό
παλάμες παιδικές σκάβουνε το νερό

-εδώ Θεός, εκεί Θεός, που 'ναι ο Θεός-

διψούν για ουρανό.

Λεπίδες το φως στο ηλιοβασίλεμα
τις τυραννισμένες φλέβες χαράζει
και βυθίζονται
βυθίζονται
αργά σπαραχτικά
βουλιάζουν
με τα μάτια ορθάνοιχτα
ανοιχτά και άδεια

γιατί κάπου τα ξέχασαν εκεί

στους γκρεμισμένους τοίχους του σπιτιού
στα ακρωτηριασμένα χέρια του πατέρα
στης μάνας το γέλιο το στερνό.

Κι έγινε κόκκινη η θάλασσά μου
Κι έγινε η θάλασσα μου μαύρη

η θάλασσα που με γέννησε

θλιβερό νεογέννητων
νεκροταφείο ελπίδων.


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Επιτέλους αποβίβαση, 2018


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

μετάγγιση

                        και είδεν ο θεός το φως, ότι καλόν
                                                           Γένεσις,1.4

Με του φωτός την κοφτερή λεπίδα
βαθιά το ανέραστο χάραξε σκοτάδι
ξέσκισε ανελέητα τις σάπιες σάρκες

να
     στά
            ξει

στις παλάμες μας
σιγά σιγά κι ηδονικά

ο από μέσα ήλιος.


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Επιτέλους αποβίβαση, 2018

γιορτινή ευωχία

Γεμάτο το τραπέζι μας
με κρέατα κι εδέσματα εκλεκτά
γλυκό κρασάκι ίαμα
άλικο κυματίζει
στα υψωμένα πρόποσης ποτήρια
δώρα στο σπίτι γέλια ή φωνές
λαμπιόνια και στολίδια
ξέφτια αληθινών χρωμάτων
την άστεγη μας ντύνουνε ψυχή
- ξέφτια ξενόφωνα -
από το γιορτινά της ρούχα

να μην ουρλιάζει ζώο μοναχό
μέσα στο κρύο κάτω
στο ανερμάτιστο κάλπικο φως

να μη φοβάται τέλος τέλος
τ' ολόγιομο σκοτάδι το δικό της

τίποτα να μη θυμίζει μια πληγή
τεράστια που χαίνει. 


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Επιτέλους αποβίβαση, 2018


αποβίβαση

Σε πολιτεία εχθρική σταμάτησε το τρένο. 

Απ' την αρχή κάτι δεν πήγαινε καλά
σε τούτο το ταξίδι.
Τριξίματα
ήχοι παράταιροι μεταλλικοί
μαύρα τα σύννεφα οι καπνοί
των τζιτζικιών εμόλευαν
το πύρινο τραγούδι
και μουτζουρώναν τα θαυμαστικά
στις άκρες τ' ουρανού. 

Από καιρό πια ανήμπορο το τρένο. 

Τις ράγες χιόνι σκέπασε πυκνό.
Βαθιά κοιμήθηκαν τα όνειρα.
Τζάμια υγρά δακρύζουμε καμιά φορά
στα ποιήματα
σπόρος θεριεύει αρωματικός
ανθοφορία απρόσμενη
στη μέση του χειμώνα.

Μια Κυριακή με ρόδινο φιλί στέκει στην αποβάθρα.
Ας κατεβούμε από το θλιβερό βαγόνι.
Είμαστε ακόμη ζωντανοί, θαρρώ. 


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Επιτέλους αποβίβαση, 2018


Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Εραστή απόδραση


Ούτω δη έγωγέ φημι. Έρωτα θεών και πρεσβύτατον και τιμιώτατον και κυριώτατον είναι εις αρετής και ευδαιμονίας κτήσιν ανθρώποις και ζώσι και τελευτήσασι.
                                                                   Πλάτων, Συμπόσιον (180 b)

Περπατώ στο λαβύρινθο της πόλης
                και οσμίζομαι
      της μοναξιάς και της σιωπής
      τις γκριζωπές αναθυμιάσεις.

Τρέχω σαν άγριο άλογο καλπάζοντας
                  να γίνω αέρας
      να μεταμορφωθώ σε σύννεφο
       να σωθώ από το Μινώταυρο
           όποια μορφή κι αν έχει.

         Να ξεγελάσω το θάνατο
   του σώματος και της ψυχής μου.

                    Να κυνηγήσω
                                      το ΦΩΣ
                                               με βήμα μανιασμένο.

   Με τ΄όνειρο μοναδικό μου ρούχο
     το φτερωτό της Κύπριδας παιδί
      κρατώ σφιχτά απ' την παλάμη
        - ως άλλον σωτήριο μίτο -
                 και προχωρώ.

          Ίσια μπροστά βαδίζω
               δίχως χρησμό
        για τη δικιά μου Ιθάκη.

    Ανοίγω μια τρύπα στο κενό
          με νύχια ματωμένα
    και σπόρους από ανθρωπιά
         στο έρεβος καρφώνω.

  Καρποφορώ τον ήλιο αίφνης.
 Γητευτή θνητών και αθανάτων.

   Τον παγωμένο κρύσταλλο
            του εγώ μας
 γυάλινο χαρτοπόλεμο πετάω
   που χαρακώνει αναίμακτα
                 το ψέμα,
       τα κορμιά που κάνει
να συγχωνεύονται κουλουριασμένα,
 τον προαιώνιο τρόμο της απώλειας
                    απωθώντας.

             Γιατί έτσι πρέπει:
Να αγκαλιάζονται οι άνθρωποι σα δέντρα.
               Αναπόδραστα.
                     Δυνατά.

Μπλέκοντας σε στέρεο δίχτυ τα κλαδιά τους.
          Αφήνοντας απέξω να αιωρείται
            το ιπτάμενο θηρίο του κακού
    του ανέραστου το λυσσασμένο τίποτα.


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Εφήμερη στην πένα του Θεού, 2014
 

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Ανομβρία


Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
              μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
                                                            Γιάννης Ρίτσος

             Στέρεψαν τα μάτια μου.
             Στεγνά τα μάγουλά μου.

                       Ανομβρία.

        Μια έρημος τώρα η ψυχή μου.
      Και πώς να χορτάσω τη δίψα μου;
                 Μια όαση από φως
           ποιος θα μου την χαρίσει;

          Δεν περιμένω πια κανέναν.

            Θα σκάψω στην άμμο
           με όλη μου τη δύναμη.
                     Μόνη μου
      θα γεννήσω από τα σπλάχνα μου
                   τη θάλασσα.
                    Μόνη μου
           θα βγω απ΄ το σκοτάδι.

       Δεν περιμένω κανέναν πια.

                      Κανέναν.

Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Εφήμερη στην πένα του Θεού, 2014

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Πρόβα

                                                 Στον Γιάννη Ιορδανίδη

                  Μια πρόβα όλη η ζωή σου.
Για μια παράσταση που ίσως ποτέ δε θ' ανεβάσεις.
           Για χειροκρότημα αδιάφορο μπορεί.
                  Για μισοαδειανή πλατεία.

              Τίποτα μακρινό δε σε τρομάζει
               Ο δρόμος είναι πάντα η ουσία.
                             Η δοκιμασία.
                          Το μακρύ ταξίδι.

       Το πώς και τα γιατί, τα πρέπει και τα μη,
                      τα φώτα, οι μουσικές,
             τα κλάματα, τα γέλια, οι φωνές.
Οι άνθρωποι που αγάπησες ή μίσησες μέχρι να φτάσεις.
Οι άνθρωποι που φίλησες με το υγρό γαλάζιο βλέμμα.
                   Κι άλλοι που αφουγκράστηκες
                       δίχως να τους γνωρίσεις.

                Η πρόβα τελειώνει με ανακούφιση.
                          Ο θίασος επευφημεί.
                     Καιρός πια να ξεκουραστεί.
      Και τους καρπούς του μόχθου του ν' αδράξει.

                   Μα όταν η παράσταση αρχίζει,
                  της σκηνής η αυλαία σαν ανοίγει,
                 οι προβολείς σαν βάφουν το σανίδι,
                              σκοτάδι μέσα σου
                                 σβήνει το φως.

              Καιρός για άλλες πρόβες να κινήσεις.


Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Εφήμερη στην πένα του Θεού, 2014
 

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Οι μεταμορφώσεις της πέτρας

Τώρα σε τούτο τ' ακρογιάλι περιμένω ν' αράξει ένας άνθρωπος,
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.
                                                                   Γιώργος Σεφέρης

Πάτησα το γυμνά ακροδάχτυλα πάνω στην πέτρα
   φορώντας μόνο το διάφανο πέπλο της σιωπής
                       και της απελπισίας.

     Ήθελα να γεμίσω από θάλασσα κι ουρανό
                     και από νιο φεγγάρι.
         Να μετουσιωθώ σε γαλάζιο ένα φως.

                                 Εγώ
                             η θνητή
                 η κόρη του ανθρώπου.

         Τώρα είμαι προέκταση της πέτρας.

     Της έδωσα το αλλόκοτο του έρωτα σχήμα
                   το σχήμα της φθοράς.
               Κι αυτή μ' έκανε αθάνατη.
                          Και παγερή.
                         Κι αδάκρυτη.

                         Μια πέτρα.

Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Εφήμερη στην πένα του Θεού, 2014

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Η γέννηση του ποιητή


Ο ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται εντός μου.
                                                                Οδυσσέας Ελύτης

                    Η θάλασσα είναι αναμαλλιασμένη
κι ο ουρανός το πένθιμο κοστούμι του ντύθηκε. Το μαύρο.
    Το φεγγάρι το μαχαίρωσαν και φίμωσαν το φως του.
              Λικνίζεται το αύριο σε σαπισμένη αιώρα
                    επάνω από το χάρος της αβύσσου. 

                          Ήρθε η ώρα να μιλήσω.

Το κενό να γεμίζω με λέξεις. Να χρωματίσω τις λέξεις με φως.
              Την πέτρα να συντρίψω του αβέβαιου.

    Φωλιάζει μέσα μου ετοιμόγεννη η σπορά του ήλιου.
                 Καίει τα σωθικά μου. Από παιδί ...
                               Δεν υπομένω πια.

                           Η ώρα ήρθε να μιλήσω.

Τώρα που πάγωσε το αίμα των ανθρώπων. Βυθίστηκε στη νύχτα.
                       Ήρθε η ώρα να γεννήσω τη φωτιά.
                                Να αλώσω το σκοτάδι.
                                   Να σώσω να σωθώ
                                   καίγοντας τη φθορά
                    θριαμβευτής στο σώμα του θανάτου. 

                           Ήρθε η ώρα να μιλήσω.

                        Ο αλαφροϊσκιωτος ποιητής.

                                         Εγώ.

Μαρία Πολίτου
από τη συλλογή Εφήμερη στην πένα του Θεού, 2014