Κανείς δε νοιάζεται για το τρακτέρ
που σκόνταψε στη λακκούβα και θρηνεί
με τη μηχανή αναμμένη
το χαμό του οδηγού του,
ανάμεσα στα φανάρια να το πιστολήσει
λυτρωμό στο βάσανό του να δώσει
όπως οι άνθρωποι συνηθίζουν με τ' άλογα
τα πληγωμένα
ή τ' άρρωστα
κανείς δε συγκινείται.
Προβάλλοντας λίγο από τη βουνοσειρά
μια ημικυκλική κατακόκκινη μετριότητα
ο ήλιος ανήμπορος πια να ανατείλει
σε ένα μόνιμο λυκαυγές
καταδικάζει τις μέρες που μας έμειναν.
Καταμεσής του κάμπου
ο γύφτικος καταυλισμός : καραβόπανα δίχως κατάρτια.
Πού πήγε η θάλασσα, πού πήγε;
Τόσες και τόσες γεωλογικές αναστατώσεις
ετούτος ο μετασχηματισμός που μ' αφανίζει
του τρακτέρ το παραλήρημα
κι απ' τα περβάζια
εκθρονισμένες ο ιγλάστρες με το βασιλικό.
Δεν ξέρει το χωριό πως ήταν κάποτε
κοντά στη θάλασσα.
Διονύσης Μενίδης
από τη συλλογή Ρεμπέτικα, αντιμεταρρύθμιση και άλλα ποιήματα, 1979
Ηλίας Κεφάλας, Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποιησης
Η δεκαετία του 1980 (Ιδιωτικό όραμα), 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου