Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008
Ο θρήνος της εμπροσθοφυλακής
Νύχτα βαριά, νύχτα μελαγχολική για μένα, νύχτα για να χαρίσω
στους λίγους αλλά εκλεκτούς αναγνώστες αυτού του ιστολογίου
ένα ιδιαίτερα αγαπημένο μου ποίημα. «Ο θρήνος της εμπροσθοφυλακής» του Ezra Pound σε μετάφραση του Νίκου Σπάνια από τη συλλογή του Μεταφράσεις 1941-1971, Νέα Υόρκη 1972.
Σιμά στη Βόρεια Πύλη ο άνεμος πνέει γεμάτος άμμο
κατάμονος απ’ την αρχή του χρόνου μέχρι τώρα.
Δέντρα πέφτουν στο χώμα. Το χόρτο κιτρινίζει
το φθινόπωρο.
Σκαρφαλώνω πύργους και πύργους
ν’ αγναντέψω τη βάρβαρη χώρα.
Έρημο κάστρο. Ουρανός. Ερημιά δίχως άκρη.
Τοίχος δεν έμεινε σε τούτο το χωριό.
Κόκαλα άσπρα από χίλιες παγωνιές, στοίβες αψηλές
σκεπασμένες από γρασίδι και δέντρα.
Ποιος προκάλεσε την πύρινη οργή του αυτοκράτορα;
Ποιος σύναξε το στράτευμα με τύμπανα και ταμπούρλα;
Βάρβαροι βασιλιάδες. Ματώθηκε μια άσπιλη άνοιξη
με αίμα μαύρο σαν κοράκου.
Ταραχή. Στρατοπεδεύουν πολεμιστές στο Μεσιανό
Βασίλειο το φθινόπωρο.
Τριακόσιοι εξήντα χιλιάδες
και θλίψη, θλίψη σαν βροχή
θλίψη να πας και θλίψη να γυρίσεις.
Έρημοι τόποι τα λιβάδια δίχως παιδιά πολέμου
και δίχως άντρες γι’ άμυνα και επίθεση. Αχ !
Πώς θα νοιώσετε το καημό της Βόρειας Πύλης
με του Ριχάκου τ’ όνομα λησμονημένο
και μας τους φύλακες σπαραγμένους
από τους τίγρηδες;
στους λίγους αλλά εκλεκτούς αναγνώστες αυτού του ιστολογίου
ένα ιδιαίτερα αγαπημένο μου ποίημα. «Ο θρήνος της εμπροσθοφυλακής» του Ezra Pound σε μετάφραση του Νίκου Σπάνια από τη συλλογή του Μεταφράσεις 1941-1971, Νέα Υόρκη 1972.
Σιμά στη Βόρεια Πύλη ο άνεμος πνέει γεμάτος άμμο
κατάμονος απ’ την αρχή του χρόνου μέχρι τώρα.
Δέντρα πέφτουν στο χώμα. Το χόρτο κιτρινίζει
το φθινόπωρο.
Σκαρφαλώνω πύργους και πύργους
ν’ αγναντέψω τη βάρβαρη χώρα.
Έρημο κάστρο. Ουρανός. Ερημιά δίχως άκρη.
Τοίχος δεν έμεινε σε τούτο το χωριό.
Κόκαλα άσπρα από χίλιες παγωνιές, στοίβες αψηλές
σκεπασμένες από γρασίδι και δέντρα.
Ποιος προκάλεσε την πύρινη οργή του αυτοκράτορα;
Ποιος σύναξε το στράτευμα με τύμπανα και ταμπούρλα;
Βάρβαροι βασιλιάδες. Ματώθηκε μια άσπιλη άνοιξη
με αίμα μαύρο σαν κοράκου.
Ταραχή. Στρατοπεδεύουν πολεμιστές στο Μεσιανό
Βασίλειο το φθινόπωρο.
Τριακόσιοι εξήντα χιλιάδες
και θλίψη, θλίψη σαν βροχή
θλίψη να πας και θλίψη να γυρίσεις.
Έρημοι τόποι τα λιβάδια δίχως παιδιά πολέμου
και δίχως άντρες γι’ άμυνα και επίθεση. Αχ !
Πώς θα νοιώσετε το καημό της Βόρειας Πύλης
με του Ριχάκου τ’ όνομα λησμονημένο
και μας τους φύλακες σπαραγμένους
από τους τίγρηδες;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου