Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Σελανίκ Ι Μητέρα ανύμφευτη



Εκείνοι που ήρθαν έφερναν
κι από έναν αριθμό...
Για την ακρίβεια
τον κουβαλούσαν πάνω τους
τον είχανε συνέχεια μαζί τους
όχι όμως όπως ένα φυλαχτό
αλλά όπως ένας ανάπηρος
το κομμένο του πόδι.

Εμείς το ’64
που φτάσαμε σ’ αυτό απ’ το ’55
με τη γαλάζια σκόνη του διωγμού
να κάθεται στα ρούχα μας
να ασπρίζει την ψυχή μας.

Εμείς
δεν ήμασταν ποτέ
ό,τι κοιτούσε ο καθρέφτης
μα μία Πόλη που έψαχνε
πόλη να κατοικήσει
με Εγνατία, με Ντεπό
με Βασιλίσσης Όλγας
με Υπερώο θαλασσινό
για να σταθούν επάνω του
Καρέλλη και Πεντζίκης.

– Όμως
εγώ δεν έχω τόπο να σταθώ...

– Σας είπαμε
εδώ είναι πια ο τόπος.

– Δεν έχω...
Βυθιζόμαστε
μπαίνουν νερά
στ’ αμπάρια του μυαλού μου
κι η μπάντα του Παπάφειου
πότε το «Μέγαν εύρατο...»
πότε το «Υπερμάχω...»

Νερά, πολλά νερά...

Τα πρόσωπά μας άδειασαν
κάτω απ’ την πάχνη
που μας στεφανώνει
η αρμονία των ίσκιων μας
σκυφτή μες στην ομίχλη
κι ο έρως προς το έσχατον
κοινή καταγωγή μας

αλλά και οι κήποι...
μια αλληγορία ορίζοντα
που δεν γεωμετρείται
λιμάνι εν πλήρη κινήσει και σιωπή
Βαρδάρης που ιερουργεί
πόρνη που δεν μεταμελείται.

Τώρα
στην προκυμαία με τους γερανούς
πυροτεχνήματα συλλέγει και υγρασία
δίσκους 78 στροφών
παλαιά πορτρέτα ένδοξα
που χάσαν την κορνίζα
μοιράζει σε άγνωστους φιλιά
πολλά φιλιά

μα πιο συχνά στα σκοτεινά
βαμβάκι και ιώδιο
για τ’ ανοιγμένο τραύμα.


Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου
από τη συλλογή Αφόρετα θαύματα, 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: