Σαν χωράφι
μες στα βράχια, μες στα όρη τα γυμνά,
δίπλα στο πέλαγος,
από κείνα που λες,
«ποιος πάει αυτό και τ' οργώνει;»
υπάρχεις μες στην κάθε μέρα,
στα μυαλό του ποιητή.
Στα ναυπηγεία πια βάφουν καρέκλες
κίτρινες, με ήλιο. Καθιστοί ταξιδεύουν οι άνθρωποι.
Ακούνε το φεγγάρι τα βράδια ν' αλυχτά,
να περνά μες απ' τα κάγγελα.
Κι ο αγέρας, έρανος τ' ουρανού, μαζεύει λόγια.
Πέρασε ένα φορτηγό μεταφέροντας
κλαδεμένα κελαηδίσματα και φυλλωσιές.
Γιάφκα πουλιών το πεύκο και η λεύκα,
ετοιμάζουν απόδραση πριν χειμωνιάσει,
ετοιμάζουν σιωπή νεκρική.
Στον τοίχο κρεμασμένα τα ρόδια,
στολισμένα καραβάκια
και τα παιδιά να λεν τα κάλαντα με το βλέμμα.
Τα παιδιά, που όταν χάσουν τη μάνα,
κόβεται η ζωή τους στα δυο,
Κι από μικρά μαθαίνουν μια τέχνη,
βλέποντας τις γυναίκες στο νησί.
Ο έρωτας εργόχειρο του νου.
Παναγής Αριστοτελίδης
από τη συλλογή Πετεινά του ουρανού
εκ της γης τρεφόμενα, 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου