Στον έκτο ανέβηκα γυμνός και βγήκα στο περβάζι
όμως κανείς δε με βοηθά και δε με κατεβάζει.
Κόσμος πολύς μαζεύτηκε, τρέμω και διασκεδάζουν
Γέρνω μισοκρεμάμενος και «πέσε !» μου φωνάζουν.
Τη σκάλα του ας ξεδίπλωσε να φτάσει ο πυροσβέστης
κι ας με καλούσε κλαίγοντας κι εκείνη τις ντροπές της
θα ξέχναγα. Όμως βρέθηκα μονάχος με το Χάρο
και, πεθαμένος, δεν μπορώ το θάνατο να πάρω.
Ας είχα του πουλιού φτερά η γης να μη μ' αρπάξει
και πέφτοντας να σηκωθώ κι η μοίρα μου ν' αλλάξει.
Κι όπως με πνίγει ένα λυγμός και θάμπωσε το φως μου
«τέλειωνε, πέσε κερατά !» οι αλαλαγμοί του κόσμου.
Κρατιέμαι από το κάγγελο, τα δάχτυλα διστάζουν.
Στ' ανίδρωτα κεφάλια τους δάκρυα κι ιδρώτας στάζουν.
Σπύρος Τζουβέλης
από τη συλλογή Ομοιοκαταληξίες, 2005
Ενότητα Β' : Η Κραυγή
Αφιέρωμα περ. Πόρφυρας,
τεύχ. 155, Απρίλιος - Ιούνιος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου