Του είχα τάξει το παστίτσιο μου
κείνο το μεσημέρι,
μα δεν του το έδωσα, γιατί πεινούσα.
Έξω από τη λέσχη,
είδα παράπονο στο βλέμμα του.
Του πρότεινα γελαστός το πορτοκάλι
για να τον καλοπιάσω.
Δεν το πήρε, κάκιωσε.
Μια βδομάδα έκανε να μου μιλήσει.
Ακίδα αιχμηρή τα θλιμμένα
καρβουνάκια των ματιών του,
αλλά παράστησα τον αδιάφορο.
Την όγδοη μέρα τρίφτηκε
πάλι στο τζάκετ μου σαν γατί.
«Πάνο, Πάνο, ένα πορτοκάλι,
ένα δίφραγκο...», ικέτεψε.
Έλαμψαν τα έξυπνα ματάκια του
σαν κωλοφωτιές στο σούρουπο.
Πολύχρωμα πουλιά από τη Ροδόπη
φτερούγισαν ξανά στο στήθος μου.
Με είχε πάλι φίλο.
Α, ρε Μουσταφά, πού να βρίσκεσαι τώρα;
Πώς τα βολεύεις, πώς αντέχεις,
πώς περνάς, αγόρι μου;
Και τι δε θα έδινα για μια γκριμάτσα σου,
για ένα κάκιωμα, για ένα γινάτι σου!
Όλα τα πορτοκάλια
και τα παστίτσια του ντουνιά χαλαλίζω
για ένα τρίψιμό σου στο άθικτο,
στο κρύο πανωφόρι μου.
Παναγιώτης Γούτας
από την ανέκδοτη συλλογή Πάλι διπλές ήφερα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου