Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Νοσοκομείο

Στη Νατάσα Πανδή
Ι
Έρχονται, τους παίρνουν το πρωί
φωνάζοντας σαν σε εκτέλεση δυνατά το όνομά τους.
Έχουν πιει χάπι από νωρίς ηρεμιστικό όμως
και έτσι ανεβαίνουν στο φορείο
φρόνιμα και με τη θέλησή τους.
Ύστερα τους κατεβάζουν στο υπόγειο, εικοστούς,
αφού άλλοι δεκαεννιά τους περιμένουν εκεί ήδη.
Είναι άβουλοι, αμίλητοι
και τα γεννητικά τους όργανα ξυρισμένα.
Ο χειρουργός δεν έχει φτάσει,
οδηγίες δίνοντας απ’ το τηλέφωνο,
οπότε και τους μετακινούν οι βοηθοί,
έτσι που με ένα τακ
στο τραπέζι τους μεταφέρουν, το σιδερένιο.
Αν και κοιμισμένοι, ακούνε τότε φράσεις
στο βάθος του μυαλού τους περίεργες
όπως : «δάσος», «βρέχει», «θα βρέξει», «βροχή»
ή επιθυμίες θυμούνται της ζωής τους αμυδρά,
επιθυμίες που κράτησαν
όσο το άναμμα ενός σπίρτου στο σκοτάδι.
Τα βλέπει, όμως, ο επί της αναισθησίας επιτετραμμένος,
όλα αυτά τα βλέπει στην οθόνη
και τα μέτρα του αθόρυβα λαμβάνοντας,
σαν παλαιός αφιερωμένος σε εκκλησία μεγάλη,
τα μέσα τους σκοτεινιάζει,
τα φώτα σβήνοντας σαν καντήλια,
τα φώτα ένα ένα του αίματος,
ώστε χαμογελούν τότε κάπως αυτοί,
ενώ το σώμα τους ανεβαίνοντας προς τα πάνω
και πάλι ανεβαίνοντας προς τα πάνω,
χρόνια, βάρος και αναμνήσεις πετά.

Γιώργος Μαρκόπουλος
Από τη συλλογή Κρυφός κυνηγός, 2010

2 σχόλια:

Margo είπε...

..το σώμα τους ανεβαίνοντας προς τα πάνω και πάλι ανεβαίνοντας προς τα πάνω,χρόνια, βάρος και αναμνήσεις πετά..
Αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι φοβόμαστε τόσο τον θάνατο. Μάλλον τη ζωή φοβόμαστε περισσότερο..

Εκπληκτικό και το ποίημα που διανυκτερεύει!
Καλή βδομάδα Τόλη μου:)

Poet είπε...

Ναι, είναι συγκλονιστικά τα ποιήματα του Γιώργου Μαρκόπουλου, Μαρία μου. Φοβόμαστε τον θάνατο γιατί εξαφανίζει, κυριολεκτικά εξαλείφει όλα όσα είμαστε και υπήρξαμε. Κάνει τη ζωή μας εντελώς μάταια. Για να αποδιώξουμε αυτό το φάσμα, έχουμε επινοήσει χίλια δυο παρήγορα παραμύθια.

Καλό βράδυ.