Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
Πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έφυγαν κιόλας χρόνοι τέσσεροι
τα μαύρα μού καίνε το κορμί
το καλοκαίρι, το χειμώνα αυγαταίνουν τη θλίψη μου.
Σκορπίσαν τα παιδιά,
πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έστω κρατάω τα μαλλιά ξανθά,
το πρόσωπό μου κάτι λέει ακόμα..
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.
Κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.
Ο Αλβανός μού έφερε ξύλα για το χειμώνα
-κομμένα τα στοίβαξε στην αποθήκη -
την ώρα που έφευγε μου λύθηκε η μαντίλα
-τη μάζεψε και μου την έδωσε -
άγγιξε με το χέρι τον καρπό μου
τραβήχτηκα σαν να με τσίμπησε σκορπιός
-«όταν θα μείνεις μόνη μην ξεπέσεις»
μου’ χε πει εκείνη.
Μικρές μαύρες πιέτες
κι ένα μακρύ πλεχτό σάλι
μαύρο το φρύδι του πανσέ
σκούρη η προσμονή μου -
στο ξέφωτο δίπλα στο σπίτι
δεν ήρθανε και φέτος οι τσιγγάνοι.
Μέρες παλιές, η αυλή γεμάτη κόσμο
γλεντούσαν οι τσιγγάνοι.
Πιπεράτος ο αέρας
παίζει ο γύφτος το κλαρίνο
Ψιλό το βράδυ
χορεύει αερικό η γυφτοπούλα
Μικρό αλήτικο τριζόνι φλυαρεί
καφές στη χόβολη
Ένα μπουκέτο νυχτολούλουδα μοσχοβολάει
ρούχα απλωμένα στα πουρνάρια
Ένα φεγγάρι γλόμπος
Γριά τσιγγάνα τρίβει με στάχτη τα χαλκώματα
Τραγούδι βάλσαμο
Χτυπάει σαν τη φλέβα του νερού η καρδιά
Μουλιάζει η νύχτα
ζωές που θα γεννήσει απόψε ο πόθος!
Δεν ήρθανε ούτε φέτος οι τσιγγάνοι.
Το ξέφωτο έρημο. Και παραδίπλα η εκκλησία,
μες στον γκρεμό σχεδόν, ακίνητη.
Δεν με συντρέχει.
Και πώς να καταλάβει το σώμα που θυμώνει
Κι επιθυμεί και λαχταρά
και καταπίνει το σπαρτάρημά του.
Περήφανη μουγκή εκκλησία
ακοίμητος τραχύς κριτής
παρατηρεί το πιο μικρό μου λοξοπάτημα
κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας.
Κούλα Αδαλόγλου
από την ευρύτερη ενότητα Τραγούδι για μια γυναίκα,
δημοσιεύτηκε στο περ. «Μανδραγόρας», τ. 32, Νοέμβρ. 2004
Έφυγαν κιόλας χρόνοι τέσσεροι
τα μαύρα μού καίνε το κορμί
το καλοκαίρι, το χειμώνα αυγαταίνουν τη θλίψη μου.
Σκορπίσαν τα παιδιά,
πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έστω κρατάω τα μαλλιά ξανθά,
το πρόσωπό μου κάτι λέει ακόμα..
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.
Κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.
Ο Αλβανός μού έφερε ξύλα για το χειμώνα
-κομμένα τα στοίβαξε στην αποθήκη -
την ώρα που έφευγε μου λύθηκε η μαντίλα
-τη μάζεψε και μου την έδωσε -
άγγιξε με το χέρι τον καρπό μου
τραβήχτηκα σαν να με τσίμπησε σκορπιός
-«όταν θα μείνεις μόνη μην ξεπέσεις»
μου’ χε πει εκείνη.
Μικρές μαύρες πιέτες
κι ένα μακρύ πλεχτό σάλι
μαύρο το φρύδι του πανσέ
σκούρη η προσμονή μου -
στο ξέφωτο δίπλα στο σπίτι
δεν ήρθανε και φέτος οι τσιγγάνοι.
Μέρες παλιές, η αυλή γεμάτη κόσμο
γλεντούσαν οι τσιγγάνοι.
Πιπεράτος ο αέρας
παίζει ο γύφτος το κλαρίνο
Ψιλό το βράδυ
χορεύει αερικό η γυφτοπούλα
Μικρό αλήτικο τριζόνι φλυαρεί
καφές στη χόβολη
Ένα μπουκέτο νυχτολούλουδα μοσχοβολάει
ρούχα απλωμένα στα πουρνάρια
Ένα φεγγάρι γλόμπος
Γριά τσιγγάνα τρίβει με στάχτη τα χαλκώματα
Τραγούδι βάλσαμο
Χτυπάει σαν τη φλέβα του νερού η καρδιά
Μουλιάζει η νύχτα
ζωές που θα γεννήσει απόψε ο πόθος!
Δεν ήρθανε ούτε φέτος οι τσιγγάνοι.
Το ξέφωτο έρημο. Και παραδίπλα η εκκλησία,
μες στον γκρεμό σχεδόν, ακίνητη.
Δεν με συντρέχει.
Και πώς να καταλάβει το σώμα που θυμώνει
Κι επιθυμεί και λαχταρά
και καταπίνει το σπαρτάρημά του.
Περήφανη μουγκή εκκλησία
ακοίμητος τραχύς κριτής
παρατηρεί το πιο μικρό μου λοξοπάτημα
κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας.
Κούλα Αδαλόγλου
από την ευρύτερη ενότητα Τραγούδι για μια γυναίκα,
δημοσιεύτηκε στο περ. «Μανδραγόρας», τ. 32, Νοέμβρ. 2004
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Οταν θα μείνεις μόνη μην ξεπέσεις!Πω, πω βαριά κληρονομιά! Και τι θα σήμαινε ξεπέφτω δηλαδή, στα μάτια ποιανού αυστηρού, αλήσμονου εαυτού;
Και πώς να καταλάβει το σώμα που θυμώνει
Κι επιθυμεί και λαχταρά
και καταπίνει το σπαρτάρημά του.
A truer word was never said...
Συμφωνώ, Carpe diem. Για μία φορά ακόμη. Και θα έλεγα να «ξεπέσει» και λιγάκι. Έως και περισσότερο. Το συνιστά και η ιατρική επιστήμη.
E, τι να καταλάβει το σώμα, Field of Dreams, από τη χωροφυλακίστικη ηθική του παππά και του χωριού;
Θυμώνει το σώμα, θυμώνω κι εγώ για την τόση αναίτια δυστυχία που επιβάλλει μια από κάθε άποψη καθυστερημένη κοινωνία.
Ο έρωτας πάντοτε έρχεται σαν πειρασμός. Να τα τινάξεις όλα στον αέρα και να τον ακολουθήσεις. Για λίγο, για πολύ, για όσο είναι.
Φοβάμαι ότι εμείς υποκύψαμε στον πειρασμό να εκφράσουμε την ... προοδευτική μας αγανάκτηση και δεν σχολιάσαμε αυτό σπαρακτικό ποίημα της Κούλας Αδαλόγλου όπως του αξίζει.
Δημοσίευση σχολίου