Κυριακή 27 Ιουλίου 2008
Χαλασμένη βρύση
Περπάτησα και δίψασα
Ποιος ξέρει πόσα πόδια πέρασαν πόσα πρόσωπα
Αποτύπωσαν τον ήσκιο τους επάνω στην πέτρα
Τεθλασμένες γλυφές σπασμένοι μαίανδροι
Ανάγλυφα ρόδα και μαλλιά που μάδησαν σκόνη
Η βρύση δεν ξέρει τίποτα
Δεν καταλαβαίνει καμιά γλώσσα που μιλιέται
Ακούει το τραγούδι της
Ένα παιδί με μια χλωρή καρδιά
Μάτι απέραντο από δάκρυ
Δεν υπάρχει τρόπος να τρυπήσω τον τοίχο
Να ριχτώ με γυμνό φτερό μέσα στον κίνδυνο
Τα πουλιά μονάχα ξέρουν τις ολόκληρες αποστάσεις
Ανάμεσα στην υψηλή γραμμή και τ' άγνωστο κύμα
Μηνύματα ουρανού χαϊδεμένα παιδιά του θανάτου
Καλότυχος που μιλεί με τα πουλιά
Που πίνει νερό με τη φούχτα κοιτάζοντας τον ουρανό
Με μια καρδιά γεμάτη καθαρόν άνεμο
Όπως μια φορά όταν ήμουν παιδί
Ένας άγγελος κατέβηκε πάνω στη γέφυρα
Μ' ένα σταθερό γοργό περπάτημα
Ανάμεσα σε δυο σκοτάδια
Να εξασκήσω άλλη μια φορά την καρδιά
Να ξανακάμω το δρόμο που ξετυλίχτηκε
Να φωνάξω με καθαρότητα πουλιού
Και να σταθώ ξάφνου ξανά στην είσοδο της χώρας
των ανθρώπων
Κρατώντας μέσα στη φούχτα μου μια στάλα αιωνιότητας
(Ήταν μια ευκαιρία
Μου ξέφυγε το ποτήρι
Μες απ' την απέραντη αγωνία του χεριού
Τι κάθομαι και λέω όλα τα ποτήρια είναι καμωμένα
για να σπάζουν)
Όταν θα ξαναγίνω πουλί
Πέρ' απ' τα δάκρυα στους αγγέλους
Θα χαιρετήσω την επιστροφή
Φέρνοντας μια φούχτα χώμα
Μια στάλα ζεστή γήινη θλίψη
Γιώργος Θέμελης
από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο, 1945
Πηγή: Translatum, Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου