μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές.
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής !
Όσο κι ο νους να τυραννιέται
άσπρην ημέρα δεν θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζια
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού !
Ω ! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα τόυ δειλινού
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας !
Του ενός πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό.
τ' άλλου κοντοήμερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό.
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας !
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί !
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας !
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί !
Ποιός φταίει, ποιός φταίει; Κανένα στόμα
δεν το 'βρε κα δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα !
Κώστας Βάρναλης
από τη συγκεντρωτικη έκδοση Ποιητικά, 1956
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου