αγιόκλημα και ψάθινες καρέκλες
για να τσιμπολογάνε τα παιδιά
απ' τα χουνάκια με τα τυπωμένα φύλλα
και από το καλοτάξιδο πανί της Αίγλης
σπόρια ονείρου
εκεί στο τέρμα της ανηφοριάς ο ήλιος
ν' αμολάει απλόχερα τους ήχους
από τα κατρακύλια και τα ξύλινα πατίνια
στο καλντερίμι της Αγνώστου Στρατιώτου
αριστερά και δεξιά πιο κάτω
ν' απλώνεται η πλατεία ουρανός
με τα αρχαία Λουτρά του Παραδείσου
και τ' άσπρα σύννεφά της ν' ανεμίζουν
σημαία στο καμπαναριό του Άη Δημήτρη
μέσα απ' τη γη να ξεπροβάλλει
η ανθισμένη Παναγία Χαλκέων
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
όπως το χέρι του πατέρα
τους εφιάλτες στο σκοτάδι όταν έδιωχνε
η φλόγα απ' το δαδί να λαμπαδιάζει
στο πρωινό δωμάτιο του χειμώνα
κάθε κατώφλι μια ζεστή ποδιά
και ο βαρδάρης άγριος, παγερός και οικείος
ένας μεγάλος αδερφός, μια βεβαιότητα
διαρκώς ν' αλλάζουν και να μένουν
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
αμετακίνητη η Πλατεία Δικαστηρίων
απ' όπου ξεκινούσε κι όπου τέλειωνε
η Εγνατία Οδός αυτού του κόσμου
Τόλης Νικηφόρου
Από τη συλλογή Το διπλό άλφα της αγάπης (1994)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου