βλέμμα ενός άντρα. Λατρευτές υπάρξεις που χάσαμε, χα-
μογελούν σε έρημα παράθυρα σαν μαχαιριές στην άβυσ-
σο του χρόνου... Το γέλιο τους παίρνει τον νου...
Γιατί δεν ξεχνιούνται; Γιατί δεν ξεχνούν;
Σκάβουμε το χώμα να ξεθάψουμε τους νεκρούς. Η
όψη τους αναμετριέται με τον θάνατο... Αυτόν τον ανί-
κανο...
Βαθαίνουν παράξενα οι ώρες. Ο άνεμος διαβαίνει αι-
νιγματικός...
Τα όρια της ζωής και του θανάτου μια ανθρώπινη
συμφωνία, παιδική κι αθώα. Η αλήθεια ασύλληπτη...
Ο άνεμος τρίζει έρημες πόρτες. Οι ψυχές που έφυγαν
φτερουγίζουν σαν ανάλαφρα πουλιά. Το ξημέρωμα θρο-
ΐζει στις ματιές τους. Χαϊδεύουν τον χρόνο, κοιμούνται
αιώνια σαν άσαρκοι άγγελοι.
Ήρεμες μορφές αγγίζουν με τις παλάμες το σώμα
τους, σαν να το ταιριάζουν σε παλιές κορνίζες. Σαν να
έζησαν γνωρίζοντας από πάντα ότι θα γίνουν μία φω-
τογραφία, μία και μοναδική σε άδειους τοίχους, σε έρη-
μους σταυρούς. Με τη γαλήνη ν’ ακούγεται στ’ ακίνητα
βλέφαρά τους. Με τη νιότη και τα γηρατειά σταματη-
μένα στην ειρήνη της φωτογραφίας. Με τα παραθύρια
στολισμένα απ’ τις μορφές τους...
Κι ο πόνος, ζεστό μαχαίρι, βαθαίνει...
Τα χρόνια σιγοκαίνε το καντήλι τους και περιμένουν...
Γαληνεύουν σιγά σιγά τις ψυχές, κάνουν τις μαχαιριές
του πόνου λεπίδες της ελπίδας και κόβουν μ’ αυτές τις
μέρες...
Ο θάνατος θρηνεί. Η λήθη άγνωστη... Ένα αιώνιο πα-
ρόν χαμογελάει σαν παρηγοριά. Κατανοεί την αιωνιό-
τητα. Ρίχνει γάργαρο νερό κι η σκέψη λυτρώνεται από
αλυσίδες πανάρχαιες. Μια γνώση παράξενη απλώνεται,
κάτασπρη σαν γαλήνη. Ειρηνεύουν οι οδοί, η πίστη περ-
πατά στα νερά. Οι νεκροί οδηγούν την ανάσταση.
Η ψυχή γαλήνια τους παρακολουθεί στο φεγγαρό-
φωτο. Ο δρόμος τους ειρηνικός. Χαμογελάνε στις φωτο-
γραφίες. Γίνονται φυλαχτό στο στήθος. Η στοργή τους
γλυκύτατη. Κι η όψη τους, αξέχαστη, συντροφεύει την
ελπίδα μας νοσταλγικά...
Ιωάννα Μ. Αθανασιάδου
από τη συλλογή Ψίθυροι στα περάσματα, 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου