Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
πεθαίνουν σε τάφους μαυσωλεία.
Στο σπίτι του κρεμασμενου
υπάρχει πάντα άφθονο σκοινί.
Αν τρεις μέρες κοσκινίσεις
τρως μουχλιασμένο πάντα το ψωμί.
Ο αδελφός ρίχνει μπύρα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα
και αφήνει επάνω ένα πακέτο με τσιγάρα,
μήπως κρυφά πάλι ο πατέρας
τώρα πια που καθόλου δεν πειράζει,
θελήσει να καπνίσει.
Τελικά αποδείχτηκε ότι ο μπαμπάς μου είχε δύο ζωές.
μια δική του, μια δική μας
μόνο που η δική μας έλειπε πάντα σε ταξίδι για δουλειές
ένα άγνωστο κορίτσι κλαίει πάνω στο φέρετρο
άγρυπνες οι νύχτες με τεράστια νύχια
σκίζουν τη επιφάνεια του γυαλιού
θα πάμε στη Ζάκυνθο υπόσχεται ο μπαμπάς στη νέα σύζυγο
την ώρα που τον παίρνουν στο φορείο για εγχείριση
ύστερα κάπως ξεχνάει να αποχαιρετήσει
τους κατιόντες που υποθέτουν συγγενείς.
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι
κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι
όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε επάνω στις πληγές
αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
διακριτικα ας αδειάζουν τα σταχτοδοχεία
και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς
σε σεμνά φλυτζανάκια ενός δακρύου
Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου