Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

1. ΤΑ ΣΤΑΧΥΑ ΣΤΟ ΒΟΥΒΟ ΜΑΥΡΟ ΤΖΆΜΙ


Πήρα το τραμ απ’ την Πλατεία Ελευθερίας, μικρό παιδί μα δίχως τη μητέρα −που είναι η μητέρα;− στα χρόνια μου το τραμ το είχανε ξηλώσει, ξάφνου με σκούντηξε αγρίως ένας ξένος, Μπότσαρη με Δελφών, «εδώ είναι η στάση σας κυρία, κατεβαίνετε», μου είπε, απορημένος κοίταξα τα χέρια μου, να καταλάβω τι συμβαίνει, τα χέρια μου γριάς γυναίκας, γερνάνε μπρός μου τούτη τη στιγμή. Τα γηρατειά περνάν στους διπλανούς, τους τα κολλάω –σαν αρρώστια;− το δέρμα μας κοινό ραγίζει... «Μπότσαρη!», φώναζε ο οδηγός, «γρήγορα, κατεβείτε…». Μαύρο το τζάμι και κανείς αντικατοπτρισμός… Τα πρόσωπα συγχέονται, κάποιος φωνάζει: «Πιάστε το κουπί, να συνεχίσουμε», «μα δεν καταλαβαίνετε!..»
                Έτσι βρεθήκαμε σ’ έναν ωκεανό από στάχυα, στάχυα χρυσά και μόνο στάχυα σ’ όλον τον ορίζοντα, κατακαλόκαιρο και μόνο δίψα. Μες στην παραφροσύνη μου υπέθεσα πως έχει αξία η ζωή –πως θα συνεχισθεί–, τα πλήκτρα του μυαλού κτυπούν με τα κουπιά τα στάχυα, ορθώνουν νέους σχηματισμούς…  μένει η θνητότητα παιδί να πιει να αναστηθεί –που ν’ το βυζί; – μπήκα χωρίς τη μάνα μες στο τραμ, με σπρώχνουν και με δείχνουν, λόγια ακατάληπτα παντού, πιάνουν τα πράγματα φωτιά, κοιτώ επίμονα τα χέρια… ο κάμπος στραφταλίζει –τούτη η ζωή είναι γλυκιά, με βλέμμα μητρικό, ερωτικό, τόση συσσωρευμένη αγάπη!– και πλάι γεγυμνωμένα τα οστά, ο θάνατος βουβός κι ο ήχος ολόγυρα των τζιτζικιών, στο τόσο φως, βλέμμα και μόνο θάνατος. Το χέρι του ανθρώπου να σφαδάζει «τσακ τσακ», «πάει το χεράκι του αγίου», μας είπαν στο οστεοφυλάκιο της Μονής Διονυσίου.
                Σφυρίζει ο αγέρας θερισμό, διαλύοντας τα αινίγματα, ένα μυστήριο ανοιχτό σαν ρόδι, κόκκινο που ροδίζει πάνω στο χρυσό, κίτρινο πλάι στο μαύρο… το στάχυ το κρατάει ο θάνατος, φαφούτικο παιδί που με κοιτά και μου χαμογελά… Πηγαίνω βιαστικός −παιδί− πίσω από τη γιαγιά, την βρίσκω να ζυμώνει το ψωμί για τους νεκρούς, περνώ την πόρτα χαμηλά, την πιάνω από τη φούστα… μόνο φως μέσα στην τόση στάχτη. Δένουνε όλα μεταξύ τους −και για μια στιγμή− καταλαβαίνω γιατί πλένει των νεκρών της τα οστά… την αφουγκράζομαι που τους μιλά.
                Το αίνιγμα σφυροκοπεί μες στην καρδιά μου, πυρωμένη και εύπλαστη… ενώ οι νεκροί κάνουν τραμπάλα, με τραμπάλες που δεν τρίζουν, τρίβει η γιαγιά τα οστά τους, των νεκρών της τα οστά, «να ο μπαμπάς μου», λέει, «νάτος, κοίτα τον πώς ανεβαίνει κι αυτός είναι ο παππούς μου», «κοίτα τον δεν κατεβαίνει», με τα αστέρια πώς αστράφτει, στραφταλίζει εδώ η στάχτη, η μαμά μας περιμένει με σαπούνι και κλωστή, «έλα» λέει, την πλησιάζω, «να σε πλύνω να σε ράψω, πάνε τώρα τόσα χρόνια, πεθαμένη παραμένω, απ’ τη μια μεριά κοιτώ τ’ αστέρια κι απ’ την άλλη βλέπω εσένα», ξάφνου όλα τα θυμάμαι, μα δεν πήγα στην κηδεία, «μη ρωτάς μικρό παιδί, μέσα στο ξανθό το φως σου», σιγοσβήνει η φωνή της και στο τέλος της ψελλίζω: «μα γιατί γιαγιά πλένεις τα οστά μου, μα γιατί;»

 
΄Πέτρος Γκολίτσης
από τη συλλογή Η σάρκα των προσωρινών, 2015
Ενότητα : Προορισμός
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: