στη Νικολέττα Φ.
Με τις ευάλωτες φτέρνες μου
άφηνα κόκκινα σημάδια στ' αγκάθια.
Έκανα βήματα μικρά,
συμπονετικά για την αιχμηρή τους όψη.
Συμβουλευόμουν τις γραμμώσεις στα φύλλα
- αντί για χάρτη -
και κάθε τόσο άλλαζα πορεία.
Ξεροστάλιαζα δίπλα σε κελαρυστές πηγές
μα τα αμφίβια φοβόνταν την παρουσία μου
- δε με καλούσαν στη γιορτή.
Τα ψάρια ήταν βολεμένα στη βεβαιότητα
- δεν είχαν γνώμη.
Γυρνούσα το κεφάλι απ' την άλλη
και προχωρούσα.
Έτσι κάθε τόσο γερνούσα.
Παλαίμαχη οδοιπόρος πια
αντίκρισα μια μικρή πλακοστρωμένη αυλίτσα.
Μύριζε κουτσουλιές, παλιά παιχνίδια κι υγρασία.
Η ξύλινη πορτούλα άνοιξε τρίζοντας.
Μπήκα χτυπώντας δυνατά
τα ξύλινά μου τσόκαρα.
Το φάντασμα μιας αγκαλιάς
μου έκανε το ορίστε
κι έπειτα εξαφανίστηκε.
«Ολόιδια» σκέφτηκα.
Μετά από τόσο χρόνια ολόιδια.
Στρώθηκα χάμω,
ακούμπησα τα πρώτα μου τσόκαρα δίπλα
με τρυφεράδα
κι ατάραχη περίμενα να πεθάνω
στον τόπο μου.
Ρία Φελεκίδου
από τη συλλογή Τελεία και παύλα, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου