Δεν είχαμε ανάγκη από λόγια που λιώνουν στο στόμα
σαν ζάχαρη
Δυο κουπιά μονάχα λαχταρούσαμε κι ένα σκαρί γερό
Να τ' οδηγήσουμε κρυφά στην ανύπαρκτη έξοδο
Πιο εύθραυστοι κι απ' την ντροπή την ίδια
Περιμέναμε στάλες βροχής τα πέτρινα να μαλακώσει
πρόσωπα
Στης διώροφης αγκαλιάς μας τη θράκα μαζευόμασταν
Απ' τα φιλιά μας ανάβλυζαν μυρωμένες φωτιές.
Δεν κρύβαμε τίποτα πίσω από τα λεκιασμένα φύλλα
του πρωινού
Περπατούσαμε με τα φτερά ανάποδα απλωμένα
Προσπερνώντας με τον τρόπο αυτόν τον ίδιο τον θάνατο.
Ο καθένας μας ζούσε αυτό που του έλειπε
Αδικαίωτοι στο έντονο φως συνεχίζαμε απτόητοι
στην απεραντοσύνη
Διάφανα μαύρα κύματα τα μάτια
Τρυπούσαν σαν καρφιά τον ουρανό
Κι όλο το άυλο γαλάζιο του σκορπούσαν.
Ξάφνιαζε τότε η εμπιστοσύνη της σάρκας
Τα δικά μας μόνο να εμπιστεύεται χέρια
Περιμένοντας μια χειραψία με το αύριο
Τη σκουριασμένη κλειδωνιά του να διαρρήξει.
΄Ύστερα πλενόμασταν με νερό από τριαντάφυλλα
Και δεν φοβόμασταν ούτε αρχή ούτε τέλος.
Νίκος Μυλόπουλος
από τη συλλογή Τέλος της παριπλάνησης, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου