Περπάταγα στα σοκάκια της πόλης, στενό
καλντερίμι με κόσμο που μ' έσπρωχνε.
Μπροστά ο παππούς με το μπαστούνι του
και πίσω εγώ πνιγόμουν από τη ζέστη, αγκο-
μαχούσα. Αφήσαμε την πόλη και φτάσαμε
σ' ένα πλάτωμα σκιερό, με αιωνόβιες ελιές
και νιο χορτάρι, ένα ρυάκι, με το φως του
ήλιου, μέσα από τα φύλλα, να αντανακλά
στο νερό. Βγήκε η γιαγιά στην πόρτα και
με φίλησε. Οσμή από καθαρά σεντόνια,
ο βόμβος του τζίτζικα στο δροσερό δωμάτιο.
Γεράσιμος Ρομποτής
από τη συλλογή Άδεια όστρακα, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου