Τρίτη 15 Μαρτίου 2011
Καθοδόν προς το γήπεδο
Ήρθε και με πήρε με την παλιά, θορυβώδη μοτοσικλέτα. Χωθήκαμε μες στις λεωφόρους, εγώ τον κρατούσα σφιχτά σαν να επρόκειτο να φύγει, τα πουλιά σκορπούσαν τώρα προς τις αιχμηρές, τις καμένες σκεπές των εργοστασίων. Και εγώ τον κρατούσα σφιχτά, σαν να επρόκειτο να μιμηθεί το γρήγορο ίσκιο τους. Και η μοτοσικλέτα ακολουθούσε μια φρενήρη διαδρομή περνώντας τα κλειστά μαγαζιά, τα σκονισμένα εργοτάξια, τα ζαχαροπλαστεία με τις θολές βιτρίνες. Από το βάθος τώρα ακούγονταν οι ιαχές του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο μες στην αρένα και με βωμολοχίες προσδοκούσε το υψηλό θέαμα. Εγώ τον κρατούσα σφιχτά, σαν τάχα να γνώριζα ένα τρομερό μυστικό για τη λήξη του βίου του. Οι πλάτες του ένας εξάντας να ορίζει το τοπίο, το εύρος της εξάντλησής μου. Λύσσαγαν τα σκυλιά μες στις αυλές και γαντζώνονταν απελπισμένα πάνω στα σύρματα, επιδεικνύοντας τα φοβερά τους δόντια, καθώς εμείς κινούμαστε με τη σταθερή ταχύτητα ενός απογεύματος και εγώ τον κρατούσα σφιχτά και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνη την απίστευτη θερμότητα του κορμιού του.
Έπειτα περπατήσαμε βιαστικά ανάμεσα στις καντίνες, τους χρησμικούς καπνούς τους και εισήλθαμε στη θύρα. Καθώς οι αυτοκράτορες προτού αρχίσει το θέαμα και φανούν οι μονομάχοι με τα λαμπερά σώματα, τα μέλη τα ντυμένα με το χαλκό, τον αιματίτη, τα ρωμαϊκά μαλλιά. Μα εγώ, που όλο συλλογιόμουνα πως είναι σπουδαίο να τον κρατώ, τώρα λυπημένος επευφημούσα τους ποδοσφαιριστές καθώς εισέρχονταν στο κατάμεστο γήπεδο. Κανείς δεν ήξερε πως ολάκερη η κερκίδα συνιστούσε ένα έρημο πεδίο βολής. Οι άλλοι ζητωκραύγαζαν παθιασμένα, και εγώ ακόμα τον κρατούσα και σκεφτόμουν με μια ακατανίκητη εμμονή το λεπτό σχέδιο των χειλιών του.
Απόστολος Θηβαίος
αδημοσίευτο
Έπειτα περπατήσαμε βιαστικά ανάμεσα στις καντίνες, τους χρησμικούς καπνούς τους και εισήλθαμε στη θύρα. Καθώς οι αυτοκράτορες προτού αρχίσει το θέαμα και φανούν οι μονομάχοι με τα λαμπερά σώματα, τα μέλη τα ντυμένα με το χαλκό, τον αιματίτη, τα ρωμαϊκά μαλλιά. Μα εγώ, που όλο συλλογιόμουνα πως είναι σπουδαίο να τον κρατώ, τώρα λυπημένος επευφημούσα τους ποδοσφαιριστές καθώς εισέρχονταν στο κατάμεστο γήπεδο. Κανείς δεν ήξερε πως ολάκερη η κερκίδα συνιστούσε ένα έρημο πεδίο βολής. Οι άλλοι ζητωκραύγαζαν παθιασμένα, και εγώ ακόμα τον κρατούσα και σκεφτόμουν με μια ακατανίκητη εμμονή το λεπτό σχέδιο των χειλιών του.
Απόστολος Θηβαίος
αδημοσίευτο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Τόλη μου,σου αφήνω την αγάπη μου και την καλημέρα μου!Και παίρνω μαζί μου φεύγοντας,τις πολλές εικόνες που δημιούργησε η φαντασία μου, μετά το διάβασμα της διαδρομής προς το γήπεδο...νιώθω σαν να έχω δεί μια εξαιρετική ταινία στον κινηματογράφο!
Φιλιά γλυκά!!!
Kαλημέρα, Ουρανία μου. Χαίρομαι που σου άρεσε ο συνονόματός μου. Θα συνεχίσω και με άλλους νέους ποιητές. Σήμερα μας έχει εγκαταλείψει ο ήλιος, ευτυχώς όμως ήρθες εσύ. Σε φιλώ.
Δημοσίευση σχολίου