Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010
Πικρό τραγούδι
Στους τοίχους του χωριού
μισοδιαβάζονται ακόμη τα παλιά συνθήματα,
προβάλλουν οι σκιές αυτών που ‘φύγαν :
Στο δεξιό σωματείο ο Χατζηκώστας,
στο κεντρώο ο Σουρουλάς,
στο αριστερό ο Κολάνης.
Ο Αυξεντίου άγαλμα στην πλατεία,
ο Μιχάλης Πέτρου ένα στιγματισμένος νεκρός
κι ο Λιασίδης ένας αλλόκοτος ποιητής
που μεταθανάτια επιστρέφει.
Κανένας δεν υπάρχει πια. Έρημος ο δρόμος,
γεμάτος με χαλάσματα σπιτιών
που τριάντα χρόνια τώρα όλο πληθαίνουν.
Κομμένο σύρριζα το κυπαρίσσι
των παιδικών μου χρόνων
ανεβαίνει ευθυτενές τη νύχτα
μες στον ύπνο μου φορτωμένο
πουλιά και τραγούδια άλλων εποχών,
όταν η ποίηση ήταν σημαία
και λάβαρο και θυμίαμα και μοιρολόι.
Τώρα πηγαίνω επίσκεψη σαν ξένος.
Άλλα μνημεία τώρα με υποδέχονται,
άλλα συνθήματα φωνάζουν.
Στρίβει και πάλι αδίστακτα και φονικά
η ιστορία. Εκεί στα ίδια σπίτια
γράφουν ποιήματα ο Γκουργκέντς και ο Τζενάν.
Κοιτάζω γύρω, αμνήμονα μνημεία,
στομφώδη, υπερφίαλα,
τσιμπούρια στο σώμα του μέλλοντος
να σκοτώνουν καθημερινά τη μνήμη.
Κοιτάζουν πίσω και θέλουν
να προχωρούν μπροστά.
Ο χρόνος δολοφόνος του ονείρου,
τελειώνει ο καιρός.
Φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται,
έρχονται άλλοι που δεν ξέρουν.
Γιώργος Μολέσκης
από τη συλλογή Μες στη ροή, 2009
μισοδιαβάζονται ακόμη τα παλιά συνθήματα,
προβάλλουν οι σκιές αυτών που ‘φύγαν :
Στο δεξιό σωματείο ο Χατζηκώστας,
στο κεντρώο ο Σουρουλάς,
στο αριστερό ο Κολάνης.
Ο Αυξεντίου άγαλμα στην πλατεία,
ο Μιχάλης Πέτρου ένα στιγματισμένος νεκρός
κι ο Λιασίδης ένας αλλόκοτος ποιητής
που μεταθανάτια επιστρέφει.
Κανένας δεν υπάρχει πια. Έρημος ο δρόμος,
γεμάτος με χαλάσματα σπιτιών
που τριάντα χρόνια τώρα όλο πληθαίνουν.
Κομμένο σύρριζα το κυπαρίσσι
των παιδικών μου χρόνων
ανεβαίνει ευθυτενές τη νύχτα
μες στον ύπνο μου φορτωμένο
πουλιά και τραγούδια άλλων εποχών,
όταν η ποίηση ήταν σημαία
και λάβαρο και θυμίαμα και μοιρολόι.
Τώρα πηγαίνω επίσκεψη σαν ξένος.
Άλλα μνημεία τώρα με υποδέχονται,
άλλα συνθήματα φωνάζουν.
Στρίβει και πάλι αδίστακτα και φονικά
η ιστορία. Εκεί στα ίδια σπίτια
γράφουν ποιήματα ο Γκουργκέντς και ο Τζενάν.
Κοιτάζω γύρω, αμνήμονα μνημεία,
στομφώδη, υπερφίαλα,
τσιμπούρια στο σώμα του μέλλοντος
να σκοτώνουν καθημερινά τη μνήμη.
Κοιτάζουν πίσω και θέλουν
να προχωρούν μπροστά.
Ο χρόνος δολοφόνος του ονείρου,
τελειώνει ο καιρός.
Φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται,
έρχονται άλλοι που δεν ξέρουν.
Γιώργος Μολέσκης
από τη συλλογή Μες στη ροή, 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
8 σχόλια:
Καταπληκτικό. Σα να περπατάω κι εγώ στους έρημους δρόμους του χωριού. Το τελευταίο δίστιχο μου έφερε στο μυαλό πάλι το πρώτο κεφάλαιο από το βιβλίο της Annie Ernaux. Παρόλο που το έχεις ήδη διαβάσει, θα αφήσω εδώ το κομμάτι-την τελευταία παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου. "Δένει" απίστευτα με το "Φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται/έρχονται άλλοι που δεν ξέρουν".
"...Τα πάντα θα σβήσουν σ' ένα δευτερόλεπτο. Το λεξικό που φτιάξαμε από του λίκνου μέχρι του τάφου θα χαθεί. Σιωπή, κι ούτε μια λέξη για να την εκφράσει. Τίποτα δεν θα βγαίνει από το ανοιχτό στόμα. Ούτε "εγώ" ούτε "εμένα". Η γλώσσα θα συνεχίσει να μετατρέπει τον κόσμο σε λέξεις. Στις συζητήσεις γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι θα είμαστε απλά ένα όνομα, ολοένα και περισσότερο χωρίς πρόσωπο, μέχρις ότου εξαφανιστούμε μέσα στην ανώνυμη μάζα μιας μακρινής γενιάς."
Καλό απόγευμα, Τόλη
Ένα συγκλονιστκό ποίημα για την επισκεψη του ποιητή στο χωριό του, ξένος στο ίδιο του το σπίτι. Ένοιωσα τα ίδια συναισθήματα στη δικιά μου επίσκεψη. Και δυστυχώς όταν θα φύγουμε εμεις που θυμόμαστε αυτοί που θάρθουν δεν ξέρουν. Δεν έχουν να θυμούνται.
Αν πίσω έρχονταν αυτοί που χρόνια πριν έφυγαν θα γνώριζαν τη σημερινή Θεσσαλονίκη; Θυμάμαι στο Anatolia ένας Αμερικάνος καθηγητής έφυγε από την πόλη τότε που το τραμ περνούσε κάτω απ'την Καμάρα. Όταν μετά χρόνια ξανάρθε είπε χαριτολογώντας "το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι σηκώσατε την Καμάρα και την βάλατε στο πλάϊ".
Καλό βράδυ.
Η νοσταλγία είναι μεγάλη κινητήρια δύναμη για τη λογοτεχνία, Μαρία μου, και για κάθε μορφή τέχνης. Η νοσταλγία και η αίσθηση της ματαιότητας. Ξέρουμε ότι όλα θα σβήσουν, όλα θα χαθούν, και όμως γράφουμε, ζωγραφίζουμε, συνθέτουμε. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διαφυλάξουμε τα ιερά και τα όσια της ζωής μας.
Σε ευχαριστώ που παρέθεσες αυτό το ωραίο απόσπασμα. Καλό ξημέρωμα.
Ξένοι γυρίζουμε στην πατρίδα μας, Ανδρέα. Μόνο μέσα μας εκείνη εξακολουθεί να υπάρχει. Στη δική μας μνήμη και στη μνήμη των άλλων επιζώντων. Και όταν φύγουμε κι εμείς, το παιχνίδι της ζωής, της αγάπης και του θανάτου θα αρχίσει και πάλι απ' την αρχή με άλλα πρόσωπα και άλλες καταστάσεις. Έτσι συμβαίνει πάντα.
Κι εγώ θυμάμαι αυτή την περίπτωση του αμερικανού καθηγητή, Ντίνο. Δυσκολεύομαι τώρα να αναγνωρίσω την Πλατεία Δικαστηρίων των παιδικών μου χρόνων όπως κι εσύ την Καυτανζόγλου.
Συγκλονιστικό ποίημα!
Τόλη μου,τι να λέμε...
"Φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται,
έρχονται άλλοι που δεν ξέρουν..."
Σε φιλώ!
Καλησπέρα, Ουρανία μου. Χαίρομαι που σου άρεσε τόσο πολύ.
Δημοσίευση σχολίου