Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Αναδρομή ΙΙΙ


Στον ύπνο του ταξίδευαν όλοι οι πεθαμένοι. Πως τάχα ήτανε παιδί, με τον παππού τον Μήτο και τη γιαγιά τη Νιούρκα να ψήνουνε γριβάδια, κι ο Σωκράτης κι η Παρέσα να γελούν στα χωρατά της μάνας και τσιγάρα σέρτικα να στρίβει ο πατέρας.

Μια γριά έλιωνε κερί, ψιθυρίζοντας λόγια ακατανόητα, και το ‘ριχνε στο χώμα και διάβαζε σημάδια αφανέρωτα. Πως θα ‘ρθει καιρός που τα κορμιά θα κείτονται νεκρά δίπλα σε λιγοστά νερά, κι εκείνοι που κρατούν τα όπλα θα συνάζονται στις πηγές, μέρες και νύχτες. Να κρατάς την τάξη, του είπε μια νυχτιά, για να μην διαταραχθεί η πτώση των φύλλων, κι άφησε κατά μέρος τ’ αειθαλή δέντρα, που αψηφούν το κρύο και συνεχίζουν να στέλνουν τις δικές τους εκδοχές περί χρωμάτων στα πετεινά του ουρανού, για να προσανατολίζονται στα μακρινά ταξίδια τους, στις γέρικες αλεπούδες που κουράστηκαν να κυνηγούν τρυγόνια στους σκαμμένους από αρχαιοκάπηλους λόφους και στα ορμάνια της γης, και στις αμέριμνες αγελάδες με τα υγρά θλιμμένα μάτια τους που σιγοτρώγοντας το τριφύλλι προδιαγράφουν ένα μέλλον ανάστασης, καθώς οι μορφές των συντρόφων ζητούν μιαν άλλη δικαίωση για κείνους που κουρνιάζουν, λησμονημένοι, στα καραγάτσια.

Γιώργος Καλιεντζίδης
από την ποιητική σύνθεση

Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ – Φωτιά, 2008

1 σχόλιο:

Ιορδανίδου Όλγα είπε...

..Ο πατέρας μου δουλεύει κάθε μέρα σ' ένα παλάτι που απ' έξω είν' εντελώς άσπρο.Ο πατέρας μου φροντίζει σ' αυτό το παλάτι για την τάξη.Ιου...Ετσι όπως η μητέρα μου φροντίζει εμένα.Χτενίζουμε την τάξη, δίνουμε στην τάξη να φάει ή να πιει.Μέσα σ' ένα σπίτι που δεν περνάει καθόλου φως γιατί τα παράθυρα είναι φραγμένα με τούβλα.Ιου.Χτενίζουμε όταν δεν μπορούν να βρουν την τάξη μες στο σκοτάδι κατά λάθος τον αέρα..

Τζέννυ Ερπενμπεκ
Παιχνίδι με τις λέξεις