Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008
3. Μια τίγρη
ΑΛΛΑΖΕΙ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ τις αγκαλιές
μια τίγρη παχουλή με μάτια ολοπράσινα.
Ξεκίνησε απ’ τα γόνατα του Ξάνθιππου
μ’ ένα ποτήρι βότκα.
Πήγαμε βόλτα με το αυτοκίνητο
στο Παλατάκι, στο Καραμπουρνού.
Φιλιά παράξενα, ήχοι σαν αίματα και σιωπές.
Κοσκίνιζε από ψηλά η θάλασσα τα κτίρια
φώτα περιδινούμενα στ’ ακύμαντα νερά.
Ο έρωτας δεν κράτησε πολύ.
Γυρίσαμε αμίλητοι στο μπαρ.
Ξανά σ’ όλες τις αγκαλιές εκείνη,
ένας χυλός απόγνωσης.
Κοιτάζαμε αμίλητοι την είσοδο.
Η ώρα προχωρεί, η ώρα ρει,
δεν έρχεται κανένας Ωραρής.
Φτάνουν πολύ αργά οι «κύριοι»
με τις παρέες και τα γούνινα.
Καίνε τα ολοπόρφυρα κεριά
στα στρόγγυλα τραπέζια.
Εμείς εδώ, μεταξεταστέοι
και απορριφθέντες.
Όρθιοι στο στενό διάδρομο,
προσπάθειες για έρωτες μιας νύχτας,
δουλεύουμε με ψεύτικα χαμόγελα,
αφήνουμε τον χρόνο να περάσει,
κανείς και πουθενά δεν μας χρειάζονται.
Πάμε για λίγο σε άλλο μπαρ,
λέμε πως ψάχνουμε
για κάποιο κολλητό μας φίλο.
Αν τύχει και μας πουν:
Να τος, εδώ ‘ναι δίπλα,
τίποτα δεν ακούσαμε …
Φεύγουμε κι επιστρέφουμε αμίλητοι
στο πιο δικό μας μπαρ, εκεί που αλλάζει
ασταμάτητα τις αγκαλιές μια τίγρη.
Μανόλης Ξεξάκης
από την ενότητα Κορδόνια, Κορδόνι έκτο: Στα μπαράκια,
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα, 1972 – 2006, 2008
μια τίγρη παχουλή με μάτια ολοπράσινα.
Ξεκίνησε απ’ τα γόνατα του Ξάνθιππου
μ’ ένα ποτήρι βότκα.
Πήγαμε βόλτα με το αυτοκίνητο
στο Παλατάκι, στο Καραμπουρνού.
Φιλιά παράξενα, ήχοι σαν αίματα και σιωπές.
Κοσκίνιζε από ψηλά η θάλασσα τα κτίρια
φώτα περιδινούμενα στ’ ακύμαντα νερά.
Ο έρωτας δεν κράτησε πολύ.
Γυρίσαμε αμίλητοι στο μπαρ.
Ξανά σ’ όλες τις αγκαλιές εκείνη,
ένας χυλός απόγνωσης.
Κοιτάζαμε αμίλητοι την είσοδο.
Η ώρα προχωρεί, η ώρα ρει,
δεν έρχεται κανένας Ωραρής.
Φτάνουν πολύ αργά οι «κύριοι»
με τις παρέες και τα γούνινα.
Καίνε τα ολοπόρφυρα κεριά
στα στρόγγυλα τραπέζια.
Εμείς εδώ, μεταξεταστέοι
και απορριφθέντες.
Όρθιοι στο στενό διάδρομο,
προσπάθειες για έρωτες μιας νύχτας,
δουλεύουμε με ψεύτικα χαμόγελα,
αφήνουμε τον χρόνο να περάσει,
κανείς και πουθενά δεν μας χρειάζονται.
Πάμε για λίγο σε άλλο μπαρ,
λέμε πως ψάχνουμε
για κάποιο κολλητό μας φίλο.
Αν τύχει και μας πουν:
Να τος, εδώ ‘ναι δίπλα,
τίποτα δεν ακούσαμε …
Φεύγουμε κι επιστρέφουμε αμίλητοι
στο πιο δικό μας μπαρ, εκεί που αλλάζει
ασταμάτητα τις αγκαλιές μια τίγρη.
Μανόλης Ξεξάκης
από την ενότητα Κορδόνια, Κορδόνι έκτο: Στα μπαράκια,
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα, 1972 – 2006, 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Με το ποίημα αυτό αρχίζει το αφιέρωμα στον ποιητή και μαθηματικό Μανόλη Ξεξάκη. Θα ακολουθήσω τη σειρά της συγκεντρωτικής έκδοσης και θα αναδημοσιεύσω στη σημερινή μάλλον οριστική μορφή τους τα ποιήματα του Μανόλη που είχαν ήδη αναρτηθεί στο ιστολόγιο.
Λυπάμαι που είναι πολύ δύσκολο να συμπεριλάβω μερικά από τα εξαιρετικά αλλά πολυσέλιδα ποιήματα του.
Δημοσίευση σχολίου