από τη συλλογή Εκκωφαντική σιωπή, 2004
Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
Ατενίζοντας το απρόσιτο
Τόσα χρόνια
καθόμαστε απέναντι, ουρανέ
και δε συστηθήκαμε.
Ονομάζομαι άπειρος.
«Δες σύμπτωση», μου απάντησε
«κι εγώ άπειρος είμαι.
Προγιαγιά μου η αιωνιότητα
και παππούς μου το χάος».
Μάλλον πρόκειται για συνωνυμία, του είπα.
Εγώ κατάγομαι απ' την έλλειψη πείρας.
Μητέρα μου ήταν η άγνοια.
Ορφανός.
Με μεγάλωσε η αναζήτηση.
Μιας και φαίνεσαι όμως άκληρος, ουρανέ
και τυχαίνει να 'χουμε ομόηχο όνομα
δε με υιοθετείς στο απέραντο
για ν' αλλάξω και σημασία;
Μη λικνίζεσαι επιδεικτικά, ουρανέ.
Σκανδαλίζεται η θνητότητά μου.
Κι όταν καλπάζεις
στους δρόμους του ανέφικτου
να φοράς τις οπλές σου συμπόνια
για ν' απορροφώνται
οι κραδασμοί της υπεροψίας σου.
Με τρομάζουν οι ήχοι του απρόσιτου.
Βρέχει.
Παραπονιέται πάλι ο ουρανός.
Σκληρή η μοναξιά του αχανούς.
Είσαι τουλάχιστον αιώνιος, ουρανέ.
Σκέψου λιγάκι και εμάς.
Και μόνοι και εφήμεροι.
από τη συλλογή Εκκωφαντική σιωπή, 2004
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου