από τη συλλογή Λόγος για την αβεβαιότητα, 1997
Τρίτη 15 Ιουλίου 2008
Στο τηλέφωνο
«Πώς είσαι πατέρα, πώς τα περνάς, προσέχεις,
ντύνεσαι καλά;», ρωτούσε η κόρη στο τηλέφωνο
και η φωνή της ράγιζε και το χέρι της έτρεμε,
καθώς κρατούσε με λαχτάρα το ακουστικό. Ένας
απροσδόκητος κόμπος έσφιγγε ολόκληρο το σπίτι.
«Είμαι καλά», απαντούσε ο πατέρας και η φωνή
του σκαμπανέβαζε σαν μέσα από σκοτεινή θάλασσα,
αραίωνε και πύκνωνε, έφτανε και χανόταν «καλά
περνάω, παράπονο δεν έχω, τρώω καλά και ντύνομαι
ζεστά. τις νύχτες σκεπάζομαι με τρεις κουβέρτες,
προχθές μας έδωσαν και χοιρινές μπριζόλες, αλλά ...»
και η φωνή του αναβόσβηνε σαν τρένο, που περνάει
μέσα από αλλεπάλληλες σήραγγες, σαν άμαξα
μοναχική που διέρχεται πλημμυρισμένο δάσος και
το φαναράκι της αντιμάχεται τον άνεμο. ως κι ανάσα
του ακουγόταν άλλοτε καθαρή κι άλλοτε απόμακρη,
σαν ένα μουσικό ψιθύρισμα ακαθόριστο, νυχτωμένο,
θυμίζοντας πολυτρίχια και νούφαρα σε τράχηλο
πνιγμένου. «αλλά, να,» συνέχισε λαχανιάζοντας,
«δεν ξέρω σε τι τόπο βρίσκομαι κι όλο μου φαίνεται
πώς έχω, πια, πεθάνει ...»
από τη συλλογή Λόγος για την αβεβαιότητα, 1997
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου