Κυριακή 27 Ιουλίου 2008
Υμέναιος
Τέλεια, πυκνή, αναπόδραστη μοίρα του έρωτα
Και του θανάτου∙ κατάκτηση πρώτα, ύστερα παραίτηση.
Ανάβαση πρώτα, ύστερα κατάβαση,
Πτώση του σώματος και θλίψη της ψυχής,
Καθώς ανοίγει η μοναξιά και καταπίνει
Ταπεινωμένα κόκαλα και σωριασμένα.
Έρχεται ο έρωτας και μας εμπαίζει,
Ένας θεός ή ένας δαίμονας.
Μας γδύνει χωρίς ντροπή και φόβο.
Μας αφήνει γυμνούς για να κρυώνουμε,
Νηστικούς για να πεινούμε,
Καθώς στην έσχατη κρίση.
Πεινούμε την πείνα του, κρυώνουμε τη γύμνια του.
Έρχεται ο έρωτας και μας αλλάζει.
Σκιές μες στη σκιά,
Σιωπή μέσα στην άλλη σιωπή.
Τα χείλη μας μυρίζουν άνοιξη
Και χωματίλα, τα στήθη μας ώριμο μήλο.
Μες απ' τους κήπους των νεκρών έρχεται ο έρωτας.
Τα μέλη μας τρέμουν και τα σπλάχνα.
Έχουν τον πυρετό μιας πυρκαγιάς,
Τρομαγμένα πετάγματα, ζώα που τρέχουν,
Και τον αναπαλμό μιας υψωμένης θάλασσας,
Υπόκωφα κύματα καμπυλωτά
Και το βαθύ νυχτοκολύμπι του ψαριού.
Λαμποκοπούνε τα μαλλιά επάνω στα προσκέφαλα,
Φέγγουν τα χέρια μες στο πάθος της αγάπης,
Δάχτυλα ψάχνοντας τυφλά μέσα στη σάρκα.
Από στήθος σε στήθος φτάνει στις ψυχές
Ο έρωτας, καθώς πάνω σε κλίμακα.
Οι ψυχές δε μπορούν να μιλήσουν.
Δεν έχουν γλώσσα, έχουν σιωπή,
Έκπληξη απόρρητη και θλίψη,
Ανάμνηση και τρόμο του κενού.
Ν' αντιφεγγίσουν μόνο μπορούν,
Να κινήσουν τα δάχτυλα,
Ν' ανοιγοκλείσουν τα μάτια και τα χείλη.
Να κοιταχτούν, η μια την άλλη, σαν σε καθρέφτη.
Γιώργος Θέμελης
από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις, 1961
ενότητα Έρωτος εγκώμια
Πηγή: Translatum, Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Κυριακή πρωί.
Αφιερωμένο στις ψυχές εκείνες που τους ανήκει.
«Να κοιταχτούν, η μια την άλλη, σαν σε καθρέφτη».
Δημοσίευση σχολίου