μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα.
Σε σκοτεινές, υπόγειες αίθουσες, αποπνιχτικές,
ξύπνησε ένα πρωί η γενιά μας
και των πατέρων μας η γενιά
και των παιδιών μας.
Ανάγκη τώρα να τα καταγράψω όλα μη χαθούν
να ειπώ μ' ακρίβεια όση μπορώ αυτά που είδα
μην τ' αλλοιώσουν πληρωμένοι ιστορικοί,
ανάγκη να τα σώσω σαν τιμαλφή πολύτιμα
για μένα και για σένα και γι' αυτούς που θα 'ρθουν.
Εκεί -τα είδα όλα με τα ίδια μου τα μάτια-
ανάμεσα από τους καπνούς, τη μπόχα, τις βρισιές,
ανάμεσα από μαχαιρώματα κι από καβγάδες,
παίζαν στα ζάρια δολοφόνοι αδίσταχτοι
παίζανε χαρτοκλέφτες προσωπιδοφόροι,
με χάχανα, σαν ένα τίποτα, παίζαν το αίμα μας,
το αίμα μας και το αίμα των παιδιών μας.
Βρέθηκα στο καταγώγιο-έφταιγα εγώ, εσύ, ποιος φταίει,
υποψία απαίσια με βασανίζει
μήπως βοήθησα κι εγώ ασυναίσθητα,
μην έβαλα μια πέτρα με τη σιωπή,
μην έφερα νερό και λάσπη με την αδιαφορία.
Πού είναι ο αναμάρτητος, ο καθαρός, ο δίκαιος,
που θα χωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια
εδώ που η σήψη έχει μολύνει τον αέρα,
πού είναι ο αδιάφθορος, ο αδέκαστος,
ποιος θα μας δικάσει.
Ανέστης Ευαγγέλου
Από τη συλλογή Αφαίμαξη, '66-'70, 1971
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου