Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009
Ποιητική
Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
- Το τι δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
Ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δεν μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω : κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Μανόλης Αναγνωστάκης
από τη συλλογή Ο στόχος, 1970
O Mανόλης Aναγνωστάκης διαβάζει Aναγνωστάκη
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
- Το τι δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
Ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δεν μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω : κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Μανόλης Αναγνωστάκης
από τη συλλογή Ο στόχος, 1970
O Mανόλης Aναγνωστάκης διαβάζει Aναγνωστάκη
Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009
Οι ποιητές της Κυριακής
«Λεπτοί και μακρουλοί στίχοι σαν οδοντογλυφίδες.
Όπου βρω τον Πούσκιν θα τον σκοτώσω».
Μαγιακόφσκι
Βγαίνετε πάντοτε αργά κατά το μεσημέρι
περίπατο στα πάρκα
συνομιλίες με τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά
μ’ αρέσει το γυαλιστερό και μαλακό δέρμα σας
μ’ αρέσουν τα περίκομψα βήματά σας
ένα δύο ένα δύο τα παπαγαλάκια στη Βραζιλία
χρώματα τροπικά στα κλαδιά και στα μάτια μας
είσαστε εσείς αδιάφοροι σαν μια περήφανη χειρονομία
καβαλιέροι της θάλασσας
τα μικρά πατριωτάκια της ξαστεριάς.
Μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας με διασκεδάζουν
τα σφυρώ κάθε απόγευμα
εσείς πλαγιάζετε για να ξεκουραστείτε
απ’ τα ονειροπολήματα και τα παραμύθια σας
τα σφυρώ σ’ ένα πρόσχαρο τόνο
δεν καίνε από κανένα φλογισμένο παράπονο
δεν πέρασαν ποτέ από τη θλίψη των εξορίστων.
Μ’ αρέσουν μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας
δεν ξέρουν ν’ αναστενάζουν
δεν ταξιδεύουν από μέσα κι από βαθιά
γύρα-γύρα στο γαρούφαλο γυρνάτε σα μελίσσια
και τα λόγια σας λαφριά σαν τα σύννεφα
έφυγαν από καιρό
προτού τα λογαριάσει το αίμα της καρδιάς σας.
Κυριακή ολοπράσινη συνέχεια η ζωή σας
γαλάζια τα αισθήματα
φωτεινά και χαρμόσυνα τα γέλια σας
το αίμα των αδερφών μας σας λερώνει
το σπίτια σας είναι παράδεισοι μεγάλοι Ναοί
που δεν μπορούν να ορμήσουν τα κλάματά μας
να τ’ ακούσετε κι εσείς και ν’ ανατριχιάσετε
γελάτε πάντα εσείς κοιτώντας τ’ αντικείμενά σας
παίζετε με το Αιγαίο σαν παιδάκια
δε νιώσατε το βάρος καμιάς σκλαβιάς
την ελιά και την βάρκα των ψαράδων
δε χτύπησαν την πόρτα σας ξένοι στρατιώτες
βογκάει το τραγούδι μας και σας τυραννεί
κλαίνε τ’ αδέρφια μας και προσπερνάτε
ποιητές ποιητές από μαλακό ζυμάρι πλασματικό
γιομίζετε με τον μακρινό ουρανό τους στίχους σας
με τη λαφράδα του κυριακάτικου πρωινού
με τα χρώματα που μας ξεγελάνε τα μάτια
Ελύτη, Εγγονόπουλε, Σεφέρη, Εμπειρίκο,
γιατί δεν παραλλάζετε παρά μονάχα στ’ όνομα
γιατί δεν έχετε μια σταγόνα καρδιάς …
Νίκος Παππάς
από τη συλλογή Το ημερολόγιο ενός βαρβάρου, 1957
Όπου βρω τον Πούσκιν θα τον σκοτώσω».
Μαγιακόφσκι
Βγαίνετε πάντοτε αργά κατά το μεσημέρι
περίπατο στα πάρκα
συνομιλίες με τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά
μ’ αρέσει το γυαλιστερό και μαλακό δέρμα σας
μ’ αρέσουν τα περίκομψα βήματά σας
ένα δύο ένα δύο τα παπαγαλάκια στη Βραζιλία
χρώματα τροπικά στα κλαδιά και στα μάτια μας
είσαστε εσείς αδιάφοροι σαν μια περήφανη χειρονομία
καβαλιέροι της θάλασσας
τα μικρά πατριωτάκια της ξαστεριάς.
Μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας με διασκεδάζουν
τα σφυρώ κάθε απόγευμα
εσείς πλαγιάζετε για να ξεκουραστείτε
απ’ τα ονειροπολήματα και τα παραμύθια σας
τα σφυρώ σ’ ένα πρόσχαρο τόνο
δεν καίνε από κανένα φλογισμένο παράπονο
δεν πέρασαν ποτέ από τη θλίψη των εξορίστων.
Μ’ αρέσουν μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας
δεν ξέρουν ν’ αναστενάζουν
δεν ταξιδεύουν από μέσα κι από βαθιά
γύρα-γύρα στο γαρούφαλο γυρνάτε σα μελίσσια
και τα λόγια σας λαφριά σαν τα σύννεφα
έφυγαν από καιρό
προτού τα λογαριάσει το αίμα της καρδιάς σας.
Κυριακή ολοπράσινη συνέχεια η ζωή σας
γαλάζια τα αισθήματα
φωτεινά και χαρμόσυνα τα γέλια σας
το αίμα των αδερφών μας σας λερώνει
το σπίτια σας είναι παράδεισοι μεγάλοι Ναοί
που δεν μπορούν να ορμήσουν τα κλάματά μας
να τ’ ακούσετε κι εσείς και ν’ ανατριχιάσετε
γελάτε πάντα εσείς κοιτώντας τ’ αντικείμενά σας
παίζετε με το Αιγαίο σαν παιδάκια
δε νιώσατε το βάρος καμιάς σκλαβιάς
την ελιά και την βάρκα των ψαράδων
δε χτύπησαν την πόρτα σας ξένοι στρατιώτες
βογκάει το τραγούδι μας και σας τυραννεί
κλαίνε τ’ αδέρφια μας και προσπερνάτε
ποιητές ποιητές από μαλακό ζυμάρι πλασματικό
γιομίζετε με τον μακρινό ουρανό τους στίχους σας
με τη λαφράδα του κυριακάτικου πρωινού
με τα χρώματα που μας ξεγελάνε τα μάτια
Ελύτη, Εγγονόπουλε, Σεφέρη, Εμπειρίκο,
γιατί δεν παραλλάζετε παρά μονάχα στ’ όνομα
γιατί δεν έχετε μια σταγόνα καρδιάς …
Νίκος Παππάς
από τη συλλογή Το ημερολόγιο ενός βαρβάρου, 1957
Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009
Σελήνη ανήσυχη
Φεγγάρι στοργικό των σαρκοβόρων,
αρσενικό φεγγάρι ένοχο,
με χέρια τραχιά που τα έκαψε η απόγνωση,
με στόμα μισάνοιχτο για φιλί,
καλό φεγγάρι για τους μοναχικούς φορτηγατζήδες,
για όσους ξέρασε η ζωή
και ψάχνουν στη σκοτεινιά ακρωτηριασμένοι,
- ύλη πηχτή, μουγκή, γεμάτη ιδρώτα.
Φεγγάρι που δεν θυμίζεις τίποτα,
όμως τα γλείφεις όλα με τον μαγικό πηλό σου,
πάρε σφουγγάρι κι έλα σβήσε όλα τα πρόσωπα
που κράτησα για λίγο μέσ’ στην αγκαλιά μου,
φέρε το καρβουνάκι σου από τα παλιά
κι έλα καθώς σ’ ονειρευόμουνα παιδί.
Άπλωσε τα δυνατά σου μπούτια κι άσε με,
άσε με ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου
χωρίς κανένας να με κυνηγά στον ύπνο μου,
με τη φαρδιά παλάμη σου αποσκέπασέ με
και σκύψε, φίλα μου τα χείλη
όπως θα το ‘κανε ο πατέρας μου
πριν, ο τρελός, κινήσω για την έρημο ξυπόλυτος.
Ανδρέας Αγγελάκης
από τη συλλογή Τα ποιήματα του δολοφόνου μου, 1986
αρσενικό φεγγάρι ένοχο,
με χέρια τραχιά που τα έκαψε η απόγνωση,
με στόμα μισάνοιχτο για φιλί,
καλό φεγγάρι για τους μοναχικούς φορτηγατζήδες,
για όσους ξέρασε η ζωή
και ψάχνουν στη σκοτεινιά ακρωτηριασμένοι,
- ύλη πηχτή, μουγκή, γεμάτη ιδρώτα.
Φεγγάρι που δεν θυμίζεις τίποτα,
όμως τα γλείφεις όλα με τον μαγικό πηλό σου,
πάρε σφουγγάρι κι έλα σβήσε όλα τα πρόσωπα
που κράτησα για λίγο μέσ’ στην αγκαλιά μου,
φέρε το καρβουνάκι σου από τα παλιά
κι έλα καθώς σ’ ονειρευόμουνα παιδί.
Άπλωσε τα δυνατά σου μπούτια κι άσε με,
άσε με ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου
χωρίς κανένας να με κυνηγά στον ύπνο μου,
με τη φαρδιά παλάμη σου αποσκέπασέ με
και σκύψε, φίλα μου τα χείλη
όπως θα το ‘κανε ο πατέρας μου
πριν, ο τρελός, κινήσω για την έρημο ξυπόλυτος.
Ανδρέας Αγγελάκης
από τη συλλογή Τα ποιήματα του δολοφόνου μου, 1986
Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009
Ο κάκτος

Με χρώμα γέρικου παχύδερμου απ’ τη σκόνη
Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιδαριού,
Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός
Άνθισε μετά από εννέα χρόνια.
Πράγματι, το τρομερό φύλλο με τις βελόνες
(Ένα ανάμεσα σε δώδεκα
Καθώς αποτελούσε τμήμα
Ενός πανίσχυρου συστήματος)
Πέταξε από την κόψη του μοναδικό
Το βαθυκόκκινο άνθος που,
Έξω από το σύστημα σχεδόν,
Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύστημα
Σαν πεταλούδα καθισμένη πρόσκαιρα
Στην παρυφή του φύλλου,
Σε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική
Προς τον κάκτο αντίθεση.
Η εν λόγω συστηματική διαφωνία
Δεν είχ’ άλλο ενδιαφέρον
Παρά μόνο σαν ποίηση,
Σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης …
Νίκος Φωκάς
από τη συλλογή Προβολέας στα μάτια, 1985
Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009
Ο σταθμός του Χατζή - Μπεϊλίκ

Στην παλιά επαρχία των Οδομάντων
με τους σεληνιακούς θεούς και τον κίτρινο Στρυμόνα
ο μικρός και πένθιμος σταθμός του Χατζή - Μπεϊλίκ
τυλιγμένος είναι σε παράξενη γαλήνη.
Πουλί κανένα, μήτε σε δέντρο μήτε σε στέγη
ο ουρανός άδειος από φως, οι δρόμοι έρημοι από ήχους
μονάχα σα σκιά βαριά κάποτε γλιστρά και πάει
ο νεκρός σταθμάρχης με το κόκκινο καπέλο.
Και μια ορισμένη ώρα κάθε μέρα
ένα τρένο, το ίδιο πάντα μαύρο τρένο
πλάι σε κούφια κι ακίνητα βαγόνια
σταματώντας για λίγο, λαχανιασμένα θα περάσει
χωρίς να βγάλει έξω κεφάλι κανένας ταξιδιώτης.
Α, τη φριχτή μελωδία των τρένων, των τρένων
που χάνονται σφυρίζοντας βραχνά
μέσα στην αχλύ και τον καπνό
λαχταράς βαθιά κ’ ενυπνιάζεσαι
τι είναι το κάθε τρένο μια ελπίδα ν’ αλλάξεις τη ζωή σου!
Ωστόσο ξέρεις καταβάθος πως να δοκιμάσεις θα ήταν μάταιο
πως σ’ όποιο τρένο κι αν ανέβεις, ποτέ σου δε θα φύγεις
απ’ το μικρό και πένθιμο σταθμό του Χατζή – Μπεϊλίκ.
Γιώργος Καφταντζής
από τη συλλογή Αναθήματα, 1966
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009
Εις μνήμην

Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα 'ναι από μιαν άλλη εποχή, θα το ακουμπήσουμε στο τραπέζι αμήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι λέξεις θα 'χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρίσκεις καμιά φορά ένα επισκεπτήριο, αλλά δε θα 'χουμε μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν - και μόνον εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω «σύντροφοι», σαν να απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή ...
Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο - με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.
Τάσος Λειβαδίτης
από τη συλλογή Ο τυφλός με τον λύχνο, 1983
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)

