Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008
Τζένγκις Χαν
σ' ένα κορίτσι με μάτια υγρά
και ευκίνητα λευκά πουλιά
(οι φυλές του αιματηρά σμιγμένες κυματίζουν γύρω
σαν αναλαμπές από κινούμενες κερκίδες. Πίσω ένα
παρθένο δάσος ανήσυχων Μογγόλων κι ως το βάθος
πνέει και μετατοπίζει τον ορίζοντα. Έφιππα στίφη
προσμένουν το σημάδι της επιδρομής. Του λαβωμένου
το πρόσταγμα.)
Είπε ο Τζένγκις Χαν, ο αιμοσταγής, θανάσιμα
πια τραυματισμένος απ’ το ξίφος
του άγριου Μογγόλου και
κρατώντας το μικρό λευκό χέρι
της ωραίας εύθραυστης
γυναίκας. (Το άλογό του μαύρο με αραιές
βούλες μυρίζει έρημο τη χλόη
της Ασίας.) Είπε ο Χαν
με τρεμάμενη φωνή και μάτια υγρά
από ένα ύψος θαμπό
τελειωτικά ανθρώπινο.
«Τα χέρια είναι το πρώτο πράγμα που δίνουμε
οι άνθρωποι στον κόσμο κι ας μιλάμε
με κλαγγές και θρύλους. Τα χέρια είναι
που ζητάμε πιο πολύ στην αγάπη και
στο θάνατο. Δώσ’ μου, είπε, αυτές
τις μυρωμένες ρίζες να κρατήσω λίγο,
αυτά τα ευκίνητα
λευκά πουλιά πριν ταξιδέψω προς τις στέπες.
Και κοίταζέ με, Ρόια, μην κλαις, μην καταριέσαι
το σκοτάδι που πέφτει πάνω μου σαν μαύρο
βόλι. Μονάχα άναψε τη λάμπα.
Η νύχτα είναι άσπρη και γαλάζια,
γιασεμί του νου μου.
Ο σπόρος μου πλαγιάζει σε βαθιά χωράφια
και μου γνέφει κιόλας μέσ’ απ’ την άνοιξη
της σάρκας σου.
Μα τώρα έλα, γύρισε το στήθος μου
προς τους ανέμους».
Μανόλης Πρατικάκης
από τη συλλογή Οντοφάνεια, 1988
και ευκίνητα λευκά πουλιά
(οι φυλές του αιματηρά σμιγμένες κυματίζουν γύρω
σαν αναλαμπές από κινούμενες κερκίδες. Πίσω ένα
παρθένο δάσος ανήσυχων Μογγόλων κι ως το βάθος
πνέει και μετατοπίζει τον ορίζοντα. Έφιππα στίφη
προσμένουν το σημάδι της επιδρομής. Του λαβωμένου
το πρόσταγμα.)
Είπε ο Τζένγκις Χαν, ο αιμοσταγής, θανάσιμα
πια τραυματισμένος απ’ το ξίφος
του άγριου Μογγόλου και
κρατώντας το μικρό λευκό χέρι
της ωραίας εύθραυστης
γυναίκας. (Το άλογό του μαύρο με αραιές
βούλες μυρίζει έρημο τη χλόη
της Ασίας.) Είπε ο Χαν
με τρεμάμενη φωνή και μάτια υγρά
από ένα ύψος θαμπό
τελειωτικά ανθρώπινο.
«Τα χέρια είναι το πρώτο πράγμα που δίνουμε
οι άνθρωποι στον κόσμο κι ας μιλάμε
με κλαγγές και θρύλους. Τα χέρια είναι
που ζητάμε πιο πολύ στην αγάπη και
στο θάνατο. Δώσ’ μου, είπε, αυτές
τις μυρωμένες ρίζες να κρατήσω λίγο,
αυτά τα ευκίνητα
λευκά πουλιά πριν ταξιδέψω προς τις στέπες.
Και κοίταζέ με, Ρόια, μην κλαις, μην καταριέσαι
το σκοτάδι που πέφτει πάνω μου σαν μαύρο
βόλι. Μονάχα άναψε τη λάμπα.
Η νύχτα είναι άσπρη και γαλάζια,
γιασεμί του νου μου.
Ο σπόρος μου πλαγιάζει σε βαθιά χωράφια
και μου γνέφει κιόλας μέσ’ απ’ την άνοιξη
της σάρκας σου.
Μα τώρα έλα, γύρισε το στήθος μου
προς τους ανέμους».
Μανόλης Πρατικάκης
από τη συλλογή Οντοφάνεια, 1988
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο
στη φωτιά με τα θλιμμένα μάτια

μια έρημη σοφίτα μακρινή
μέσα στη θλίψη τ' ουρανού
είναι η ψυχή μου
γεμάτη άχρηστα αντικείμενα
μια ψάθινη καρέκλα
ένα ποδήλατο με τρύπια λάστιχα
μια κόκκινη ξεφουσκωμένη μπάλα
κι ένα σωρό θαμπές φωτογραφίες
απ' τους αρχαίους ενοίκους της
όμως δεν κρύβει πλάσματα επικίνδυνα
κι ούτε ένα μυτερό καρφί και σκουριασμένο
μια έρημη σοφίτα μακρινή
μια λέξη ανείπωτη είναι η ψυχή μου
ένα μοναχικό παράθυρο
που κάποτε φωτίζεται
μέσα στη θλίψη τ' ουρανού
Τόλης Νικηφόρου
από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα
στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008
να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
Τα παράδοξα της ζωής. Αυτό το ποίημα γράφτηκε
την περασμένη άνοιξη για μια γυναίκα που αγαπούσα.
Κι έσωσε στις αρχές Αυγούστου τη ζωή μιας άλλης
γυναίκας που δεν γνώριζα. Αφιερώνεται λοιπόν τώρα
σε εκείνη και στον φίλο που της το έστειλε σε μια κρίσιμη
στιγμή.
την περασμένη άνοιξη για μια γυναίκα που αγαπούσα.
Κι έσωσε στις αρχές Αυγούστου τη ζωή μιας άλλης
γυναίκας που δεν γνώριζα. Αφιερώνεται λοιπόν τώρα
σε εκείνη και στον φίλο που της το έστειλε σε μια κρίσιμη
στιγμή.

σ’ ένα δωμάτιο παλιό μοναχικό
σ’ ένα δωμάτιο γκρίζο
να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
και το κόκκινο,
να μου διαβάζεις ήχους, μουσικές,
να μου διαβάζεις ποιήματα
στο μισοσκόταδο τα μάτια σου να λάμπουν
να κελαρύζει, να μοσκοβολάει η φωνή σου
να πλημμυρίζει το δωμάτιο λέξεις μυστικές
που αχνίζουν και θαμπώνουν τα παγωμένα τζάμια
στα χείλη σου να ανθίζει
ένα χαμόγελο κρυφό
όπως πετούμενο που ξαφνικά φτερούγισε
σε ερειπωμένο σπίτι
ή ο ξενιτεμένος που επιτέλους γύρισε
στη μία και μοναδική πατρίδα του
να μου διαβάζεις ποιήματα
και να μ’ αγγίζεις με το φως
με κείνο το αχνό λησμονημένο όνειρο
Τόλης Νικηφόρου, Ανέκδοτο ποίημα, 2008
Δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο της Βίκυς Παπαπροδρόμου
με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη
αφιερώνεται στη «φωτιά με τα θλιμμένα μάτια»
και στη Mαρία Νικολάου που έδωσε την αφορμή
και στη Mαρία Νικολάου που έδωσε την αφορμή

χαράματα και δάκρυα φορτωμένος ουρανός.
χτύπησε η χαρά με το απαλό της ράμφος τον φεγγίτη.
με συγχωρείτε, είπε μ' ένα δειλό χαμόγελο,
οι πόρτες είναι κλειδαμπαρωμένες,
έχετε χίλιους λόγους να πενθείτε
κι εγώ δεν έμαθα ποτέ αριθμητική
δεν έμαθα αν πρέπει καν να υπάρχω.
όμως εσείς, το φόρεμά μου αν αφήσετε
για λίγο στο πάτωμά σας να θροΐσει,
και ψιθυρίσετε σαν προσευχή
το κοριτσίστικο όνομά μου,
ίσως και να με θυμηθείτε.
χτύπησε η χαρά με το απαλό της ράμφος
τον φεγγίτη, χαράματα ξανά
Τόλης Νικηφόρου
από τη συλλογή Γαλάζιο βαθύ
σαν αντίο, 1999
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008
Άτιτλο

Όπως και να ντυθείς, Ερήμωση
Πάντα τον ίδιο αριθμό
θα έχεις στο μέτωπο χαραγμένο
Εφτά είναι οι δρόμοι
της σιωπηρής πορείας
και ένα ρούχο μόνο
ταιριαστό με το χρώμα των ματιών σου
Μαρία Ροδοπούλου
δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Ονειροτρόπιο
Πάντα τον ίδιο αριθμό
θα έχεις στο μέτωπο χαραγμένο
Εφτά είναι οι δρόμοι
της σιωπηρής πορείας
και ένα ρούχο μόνο
ταιριαστό με το χρώμα των ματιών σου
Μαρία Ροδοπούλου
δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Ονειροτρόπιο
Παραλλαγές
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
παλιές γραφές και θαύματα

πειρατικό καράβι στ’ ανοιχτά
μες στην ομίχλη με σημαία τ’ όνειρο
κόκκινο και βαθύ γαλάζιο
σ’ ένα χρώμα μονοσύλλαβο
όπως το δάκρυ τ’ ουρανού
ή το φως
αυτό είσαι
κι εγώ
ρίγος αιχμάλωτο
στον ήχο της φωνής σου
βαθειά στα μάτια σου
κρυμμένη λάμψη
καυτή ανάσα
που ανεμίζει τα μαλλιά σου
έκθαμβος μελετώ
παλιές γραφές και θαύματα
αναζητώ τον μυστικό ορίζοντα
όπου ελλοχεύει η μοίρα
Τόλης Νικηφόρου
αδημοσίευτο
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008
Αλκοολούχος αφή

στο λευκό ταξίδι σώμα σου
με φευγαλέο το περίγραμμα
κι ένα πλανόδιο διαβήτη πόθο
χάραζα με σιωπές αδρές
φυγόκεντρη
τη μέδουσα φθορά
την περίμετρο της λύπης σου μόνο ζητούσα
κι εσύ μου χάρισες όλα τα τετραγωνικά
του ονείρου
κι εκείνο …
το μονόπετρο της απουσίας βλέμμα σου
πώς έλαμνε στις περιγραφές των δύσεων!
με όλα τα πλεούμενα των οριζόντων
βυθισμένα στη γραμματοσειρά των κυμάτων
κι αν ήρθες;
κι αν δε σ΄ άκουσα;
πώς κατοίκησες ερήμην μου εντός μου;
Τζούλια Φορτούνη
Μάϊος 2008
δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιό της
απόψε δε μιλάς ...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)