«Μόνο ο καημός για σε κι η ορμήνια σου και τα καλά σου λόγια
που μου ‘χαν λείψει, τη μελόγλυκια ζωή μου θανατώσαν»
Όμηρος, Οδύσσεια, λ, 202-203
ζ΄
Κι αίφνης μ’ αντίκρισες
μ’ έντονη απορία,
πώς βρέθηκα εγώ,
η μητέρα σου, εδώ·
μια ψυχή τυρρανισμένη
ανάμεσα σε άλλες νεκρικές ψυχές·
φαντάστηκες ότι η μοίρα
με χτύπησε με κάποια
αγιάτρευτη αρρώστια
ή τάχα τα λυτρωτικά βέλη της Άρτεμης
μ’ έφεραν στον Άδη.
Μα τι χρεία είχα από τα βέλη
της ξακουστής τοξεύτρας του Ολύμπου,
σαν άλλα, πιο ιοβόλα
- εκείνα της δικής σου απουσίας -
κάθε στιγμή καρφώνονταν στην καρδιά μου!
Αναζητώντας εσένα,
εσένα γιε μου μονάκριβε
στο πέλαγος της λύτρωσης
για τον άδικο χαμό σου...
Έτσι αλήθεια πίστευα ότι πνίγηκες
στις μανιασμένες κοσμοθάλασσες·
κι έτσι, γιε μου,
Διογέννητε,
ένδοξε Οδυσσέα μου,
σπλάχνο από τα σπλάχνα μου,
απ’ τον πόθο και τη σκέψη μου για σένα,
τον δικό σου τον καημό δεν άντεξα
κι έδωσα τέλος στην άμοιρη ζωή μου.
Τζούλια Πουλημενάκου
από τον ποιητικό μονόλογο Αντίκλεια, 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου