Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητέρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητέρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Μητέρα

Μητέρα, πατρίδα αλησμόνητη/ αγάπη πρώτη./ Μια αγκαλιά έχω γι' ανάμνηση/ και δυο χέρια στοργικά/ σε κάθε μου πτώση.// ....................................................................... Αλεξία Καλογεροπούλου// ααό τη συλλογή Λέξεις στην άμμο, 2019

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα

μάνα μην έρχεσαι με μαύρο φόρεμα

στο μισοσκόταδο ντύνεσαι πένθος και αγιότητα

με  εξομολογεί συνέχεια η ματιά σου

με ξεγελά

χάδι μοιάζει που δεν με αγγίζει

γεμίζουν τα μαλλιά μου νεκρά πουλιά

χαλάνε τις φωλιές τους όλες οι ώρες

που ψάχνουν  λέξεις ζεστές για να γυρίσουν

 

έλα ξανά με  κόκκινη  ματιά

να ξέρω πόσο κρατάς ακόμα τον θυμό σου

για αμαρτίες που με περιμένουν

έλα με πορφυρό  σουγιά

να κόψουμε στα δυο την απομάκρυνση

να πούμε ύστερα  πως έσταξε αγάπη

 

εσύ επιμένεις σ΄ όλες του μαύρου αποχρώσεις

στο πένθος που  σκαρφαλώνει σαν αράχνη τα σεντόνια

καταβροχθίζοντας στο πέρασμά του

όλες τις μνήμες που δεν θα γίνουν αναμνήσεις

 

μένω απόκοσμη σε ύπνο που δεν με παίρνει

ζωή μισόκλειστη

αφουγκράζεται την άλλη μισή που δεν γνωρίζει

 

 Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

από τη συλλογή Rem, 2019

 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Η μάνα μου

 

Στην πίσω αυλή στα δυο πλακόστρωτα σκαλάκια

με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου

καθάριζε ραδίκια κι όλο μού 'λεγε

μ' εκείνη τη φωνή την πονεμένη

για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες

που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,

κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα

στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες

κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια

στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.

 

Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα

-άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω-

με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά

και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.

 

Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε

-μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν-

πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.

Δυο οι  κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.

 

 Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

από τη συλλογή Μνήμες της ρίζας, 2020

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

της μάνας τα χέρια


τα γέρικα χέρια που ζυμώνουν ψωμί
έπαιζαν κάποτε με πάνινες κούκλες
γράμματα λιγοστά και μια σπαρτιάτικη υπογραφή
μα τη ζωή μάθαν’ γερά να κρατάνε στις χούφτες

αυτά οδηγούσαν στην τύρβη ενστικτωδώς
τον πυρωμένο του άξονα με λαχτάρα·
στην πλάτη τα νύχια βυθίζονταν διεκδικητικά
τον έρωτα σφαλίζοντας στη σάρκινη κιθάρα

τα ίδια χέρια που τα χάδια τους μιλάνε
ρούχα τρίβουν ακόμη στην ξύλινη σκάφη
από τη χρήση ετών κηλίδες απομεινάρια   
νιότης που πέρασε θαμποί ιχνογράφοι

χέρια      κι αν σταυρωμένα στέκουν στον εσπερινό
είναι που δεν προφτάσανε να γνωριστούν
κι όλο υπόσχονται πως θα βρουν τον καιρό
κάθε που ψυχοσάββατο μαζί τα κόλλυβα ’τοιμάζουν

χέρια      λάδι μυρίζουνε λιβάνι και κρασί 
τριμμένη ρίγανη αγιότη πράσινο σαπούνι
τριφύλλι όταν το κόβει η κοσιά
μπαλώματα γερά στης μνήμης το ζιμπούνι

πριν απ’ τον πόλεμο τη γη οργώνανε με άροτρο πηκτό·
τώρα τον χρόνο τιμωρούν στο κομποσκοίνι
στο γίκο αφημένο από χρόνια το πλεκτό
με τις στραβές βελόνες να τρυπάνε τη λήθη

οι φλέβες προεξέχουν εύθρυπτες θολές
ύφασμα που τσαλάκωσε ο χρόνος όλο ζάρες
χείμαρροι σαν αυλάκωσαν κι άλλες ζωής γραμμές 
αδυναμία τρέμουλο πανάδες

χέρια που στέριωναν φασκιές
χέρια που ντύναν τα παιδιά για το σχολείο
χέρια που κέντησαν δαντέλες προίκες νυφικά
χέρια που τύλιξαν με σάβανο και είπαν το στερνό αντίο

ω! χέρια των αναμνήσεων σημεία αναφοράς!
χέρια παραμυθιών νανούρισμα αγγέλων!
χέρια της μάνας της γυναίκας της φωτιάς!
ω! χέρια της γης της αγκαλιάς στον ουρανό ανοιχτά!


Γιώργος Ρούσκας
από τη συλλογή Ως άλλος Τάλως, 2019



Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Ες αεί πλέον

Εις μνήμην της εκδημίας σου απο-
στέλλεται μητέρα
ο ακριβός συγκάτοικος σου
πλέον ες αεί.
Φωτογραφία, δηλαδή, φωτογραφίας
-μια που όπως λένε χάνεται
διαλύεται συν τω χρόνω και ύλη και μορφή-
μ' ένα εύθραυστο ενδιάμεσο γυαλί
για μερική προστασία

Θερμή παράκλησις
ως ανθρωπίνη χάρη
αν θέλεις, μάνα, αν

μην του φωνάζεις κάθε που
ψίχουλο θα ρίχνει

στου Άδη το κατάμαυρο χαλί.


Χριστίνα Καραντώνη
από τη συλλογή Παρακειμένων Εκείνων, 2019


Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Η μητέρα μου στο θυροτηλέφωνο


Έχουν έρθει στο σπίτι φίλοι
και τρώμε μακαρόνια στο μπαλκόνι
 άσπρο κρασάκι πίνουμε και όλο γελάμε
με χαζά αστεία όταν ακούω το θυροτηλέφωνο
μ’ ένα διστακτικό σαν «να με συγχωρείτε» χτύπημα
λέω,ποιος να ’ναι τέτοια ώρα 2 τη νύχτα,τίποτα τσογλάνια μεθυσμένα θα ’ναι  και φωνάζω
ένα «ναι» λιγάκι άγριο.
Ακούω έναν σαν αναστεναγμό κι αμέσως
«να με συγχωρείς αγόρι μου δεν ήτανε σωστό
που σε αναστατώνω τέτοια ώρα μα ήθελα
ν’ ακούσω τη φωνούλα σου,να ξέρεις είμαστε καλά
λιγάκι ο πατέρα σου γκρινιάζει γιατί εκεί επάνω
απαγορεύεται αυστηρώς το κάπνισμα,ήρθαμε
κάποιες φίλες με υπεραστικό και τώρα μας φωνάζουν πίσω
να ’σαι καλά και να προσέχεις, σε λατρεύουμε να ξέρεις».
Φωνάζω δυνατά «μαμά,μαμά,μαμά».
Μου πέφτει το θυροτηλέφωνο από το χέρι κι ύστερα από 30 χρόνια-για σκέψου-
με  πιάνουνε τα κλάματα,πάω στην τουαλέτα δήθεν
για κατούρημα,ρίχνω νερό στα μούτρα μου
μα δεν μου σταματούν τα δάκρυα καθώς θυμάμαι
την εικόνα της με σταυρωμένα τα χεράκια της
επάνω σ ένα γκρίζο και παλαιό ταγιέρ που το είχε
για τις Κυριακές στην εκκλησία.

Ηλίας Κουτσούκος
από τη συλλογή Ο λύκος που γέρασε, 2019