«Κι ήρθε η ψυχή της δόλιας μάνας μου μπροστά μου, της Αντίκλειας,
της κόρης του αντρειωμένου Αυτόλυκου, που εγώ την είχα αφήσει
να ζει, στην άγια Τροία σα μίσευα, και τώρα έχει πεθάνει.»
Όμηρος, Οδύσσεια,λ, 84-86
δ΄
Η ψυχή έξω από το νεκρό μου σώμα
καταμεσίς του ωκεανού
βυθίζεται στ’ απόκοσμα,
αδιάβατα ποτάμια
δίχως τον χρόνο μάρτυρα
να συντροφεύει τη θλίψη μου
δίχως πυξίδα οδηγό να με γυρίσει
στα πρότερα, ευτυχισμένα χρόνια
δίχως την πάτρια, τη λατρεμένη γη
στις ρίζες της να βαδίσω
καρτερώντας τον ευλογημένο γυρισμό σου
γιε μου λατρευτέ Οδυσσέα,
Διογέννητε,
σπλάχνο από τα σπλάχνα μου!
Εδώ, ναι εδώ
στο θλιμμένο πέλαγος
στο σκότος του μαύρου ωκεανού
στις εσχατιές του Άδη
δίχως το φως του ήλιου
στην αθέατη διάσταση της συνείδησης
η ανάγκη σου για θυσία και προσφορά
απελευθερώθηκε,
ενώθηκαν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους
με αίμα αθάνατο...
Έγινες γέφυρα και μετέφερες
τον ήλιο, εδώ,
εδώ στις παρυφές
του σκοτεινού τού Άδη
θέλοντας ν’ ανταμώσεις
του μάντη Τειρεσία την ψυχή,
με προτροπή της Αιαίας Κίρκης
που θα σου αποκάλυπτε
τον μυστικό χρησμό
για την επιστροφή σου στην πατρίδα,
την ποθεινή Ιθάκη...
Τζούλια Πουλημενάκου
από τον ποιητικό μονόλογο Αντίκλεια, 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου