Στην πίσω αυλή στα δυο πλακόστρωτα σκαλάκια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου
καθάριζε ραδίκια κι όλο μού 'λεγε
μ' εκείνη τη φωνή την πονεμένη
για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες
που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,
κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα
στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες
κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια
στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.
Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα
-άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω-
με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά
και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.
Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε
-μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν-
πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.
Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου
από τη συλλογή Μνήμες της ρίζας, 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου