Ἔγειρε σιωπηλά ἀπ’ τό μπαλκόνι τῆς πολυκατοικίας.
Κοίταξε κάτω· κόσμος, βιτρίνες, φώτα
ἁμάξια πού ἔρρεαν ποτάμι φωτεινό.
Ζαλίστηκε, βυθίστηκε στόν ἴλιγγο· δέος τήν κατέλαβε·
μυρμήγκιασε τό σμα, ηλεκτρίστηκε. Ἔσκυψε κι ἄλλο.
Λίγο ἀκόμα σκέφτηκε κι ὅλα θἄχουν τελειώσει.
Ὅλα· ὁ πόνος, η ἀγωνία, τ’ ἀδιέξοδο, η θλίψη.
Σά μάτια της τρεμόπαιξαν, κρεμάστηκ’ ἕνα δάκρυ,
ζεστό ἀνάβλυσμα Ζωῆς, πού στιγμιαῖα τήν διεκδίκησε.
Κρατήθηκε, γιά λίγο, σφιχτά ἀπό τά κάγκελα.
Ἔκανε νά φωνάξει βοήθεια, μά πνίγηκ’ η φωνή της στό λαρύγγι·
τήν ρούφηξε μι’ ἀπόλυτη, μιά νεκρική σιωπή.
Τριγύρω τά μπαλκόνια, ἄδεια θεωρεῖα θεάτρου,
στό τέλος τῆς παράστασης.
Ἔρριξε μιά στερνή ματιά· σήκωσε τό κεφάλι καί κοίταξε στόν ουρανό
τ' ὁλόχρυσο φεγγάρι. Δέν θέλω πρός τά κάτω, ψέλλισ’ ἀλλοπαρμένη.
Θέλω νά πάω κόντρα στό νόμο τῆς βαρύτητας. Θέλω νά πετάξω.
Ἄφησε κάθε ἐπίγειο βάρος, κάθε πόνο, κάθε μνήμη κι ἔπεσε.
Ἄρχισε νά πετάει ψηλά. Οἱ τελευταῖες λέξεις της:
Τό σώμα εἶναι βαρύ, μά ἔχει η ψυχή τήν δύναμη,
νά συντηρεῖ τά οράνια φτερά της.
Κι ἔγινε, καθώς ἔπεφτε, ἄγγελος πού φτερούγισε
μαζί μ’ ἄλλους ἀγγέλους - ποιητές αυτόχειρες·
ἔγινε ἀστέρι φωτεινό.
Ιω-άννα Π. Παχτίτη
από τη συγκεντρωτική έκδοση
Του ύψους και του βάθους
Ποιήματα 1975-2015 Α'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου