Μὲ τὰ γεράνια ἀπ’ τὸ μπαλκόνι
Κι ἐκεῖνο τὸ παλιὸ μπουφὰν
Μὲ τὸ φαγωμένο στρίφωμα μανταρισμένο
Ἀπ’ τὰ χέρια σου
Τὸ μεγάλο ψαλίδι σου ποὺ ἔκοβε
Ἔκοβε πολὺ ἔκοβε καλὰ
Τὸ χιόνι σου στὴ μέση τῆς ἄνοιξης
Τὸ φεγγάρι ποὺ ἀνέτελλε γεμάτο ἀναμμένα κάρβουνα
Μιὰ ἄσπρη μπλούζα σου ποὺ κρεμόταν ἀπ’ τὸ πόμολο
Τοῦ μισάνοιχτου παραθύρου
Τὸ τρένο ποὺ περίμενες πάντοτε
Ἕνα σύννεφο ἄχρηστες λέξεις
Τὴν κίτρινη ἔρημο τῆς Σαχάρας
Τὶς λαμπερὲς κορυφὲς τῶν Ἰμαλαΐων
Τὴ φυγὴ σου παραμερίζω δῆθεν
Σὰν εὐκτήριο οἶκο ἤ σὰν ναὸ ποὺ ἐξορίζει
Κάθε ἐγκόσμια σκέψη
Τὰ σπάνια ὄμορφα μάτια σου θολωμένα κάπως
Στὸ μισοσκόταδο πῶς νὰ παραμερίσω
Φοροῦσες μαύρη μεταξωτὴ πλισὲ μπλούζα
Γάντια ἐκλεκτὰ παρισινὰ
Ἤ μιλανέζικα ἀπὸ βελοῦδο
Ἤ δέρμα σαμουὰ
Στὴν ξεθωριασμένη μπροκάρ πολυθρόνα
Ἀφημένα τώρα
Μὲ τοὺς κεκοιμημένους ἐγὼ
Καὶ μὲ τὴν πρωτόθρονη ἀπουσία σου
Διαμπερές τραῦμα τό ἀντίο σου
Βουρκωμένο
Γιάννης Γ. Μασμανίδης
από τη συλλογή Εύλαλη φιλαμαρτήμων ερημία, 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου