πώς είναι δυνατόν αυτός που αγάπησα τυφλά
που θυσίασα για χάρη του τ’ όνομά μου
ν’ ακούει να με χλευάζουν οι πιστοί του
λογχίζοντας με τα «προδότη» το κορμί μου
και να κοιτάζει αδιάφορος
ίσως και με περιφρόνηση
εφόσον συμφωνήσαμε
εμένα ξεχώρισε απ’ τους δώδεκα
έγινα σκεύος εκλογής
το έσχατο σκαλοπάτι της ανάβασής του
ακόμη και τα τριάκοντα εξαιτίας του τα δέχτηκα
να επαληθευτούν οι γραφές όπως έλεγε
δεν τα χρειαζόμουν τα λεφτά τους τι να τα κάνω
για να σωθεί το γρηγορότερο μονάχα πάσχιζα
φαρμακωμένος μες στο καπηλειό
χάιδεψε την τριχιά στη μέση του
και γέμισε ξανά την κούπα
δίσταζα ως την ύστατη στιγμή
δεν ήθελα να πονέσει
στον τελευταίον όμως δείπνο με ενθάρρυνε
ὅ ποιεῖςποίησον τάχιον
λες και βιαζότανε να σταυρωθεί
μα να τελειώσει τη δουλειά του αδημονούσε
και μετά μήτε καν ένα βλέμμα συμπόνιας
θύμα ήμουνα χωρίς επιλογή
μια παράπλευρη απώλεια της φιλοδοξίας του
ποιον πίστεψα θεέ μου ποιον λάτρεψα
όλοι στο κόλπο κι όλοι ίδιοι
προδομένος εγώ και όχι εσύ Κύριε
πνιγμένος στο δίκιο του
βγήκε θρηνώντας απ’ το μαγαζί
και τράβηξε κατά τα χωράφια
ώσπου έπεσε πάνω σε μια συκιά
το σώμα του κανείς δεν το κατέβασε
ούτε είχε την τύχη να αναστηθεί
αν και τόσες φορές πριν από εκείνον
σταυρώθηκε ολομόναχος
Στάθης Κουτσούνης
από τη συλλογή Στου κανενός τη χώρα, 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου