Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Καλοκαίρι


Όταν ήμουν παιδί ήταν καλοκαίρι
φτιαγμένο γρήγορα ένα μικρό σπίτι
πρασινάδες θεόρατες μέσα στον Μάιο,
φρέσκο τσιμέντο μέσα σε ώριμα στάρια,
μία αυτοσχέδια κούνια, στο πλάι της
δύο κερασιές, δύο βερικοκιές, όλες νεαρές
δεν έμοιαζαν καν δέντρα, λίγα κλαδιά
όλα κι όλα, μα φορτωμένα καρπούς
η πλαστική κουρτίνα-κρόσσια κρατούσε
μύγες και μέλισσες μακριά, τη ζέστη όχι,
μας πολιορκούσαν τα τζιτζίκια ολόγυρα
το βράδυ στο τηγάνι της μητέρας
μελιτζάνες και κολοκυθάκια, μυρωδιές.

Αντί για παράθυρο έχασκε ένα κενό,
δίπλα από το κρεβάτι μου, καρφωμένο
μόνο ένα βαρύ ύφασμα, παραπέτασμα,
ήρθαμε στο σπίτι πριν έρθει το παράθυρο.
Το σπίτι με τη ράχη του στη θάλασσα
κρυβόταν πίσω από τη θάλασσα σταριών.
Όταν ήμουν παιδί, το κενό, η κουρτίνα
παραπέτασμα, ήταν όλοι οι φόβοι μου,
ντροπή για τον άντρα που θα γινόμουν,
ποιο αρθρόποδο θα φτάσει στο κρεβάτι μου
ποιος ληστής, ποιο πλάσμα άλλου πλανήτη,
ο θάνατος. Αναρωτιόμουν - ή φοβόμουν; -
όταν θα γεράσω θα είναι ακόμη καλοκαίρι;

Τώρα, το παράθυρο είναι πολυκαιρισμένο
μα το αφήνω από συνήθεια ανοιχτό,
δεν φοβάμαι πια κανέναν, ούτε τον θάνατο
που πολιορκεί το παλιό σπίτι, τα γέρικα δέντρα
τ’ απομεινάρια της κούνιας, τον γέρο που έγινα.
Μόνο φοβάμαι μήπως ο παιδικός φόβος
του έγινε συνήθεια δίχως να το καταλάβει
κι εκείνος ο πλούτος του ανοιχτού παράθυρου,
έγινε η στέρηση των παιδικών του χρόνων.


Γιώργος Παναγιωτίδης
από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 2005-2015

ενότητα Κύμα άλμα


Δεν υπάρχουν σχόλια: