Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
αναρριχώμενο, απαγορευμένο
Ήμουν εσύ, και εσύ ήσουν πάλι εσύ
Μου έλειψα σήμερα
Να είμαι εγώ αυθυποβλήθηκα
Μάζωξα σε μια ύστατη αγκαλιά φωτογραφίες
Κατέβηκα στον κήπο και τις έθαψα
Και αυτές με τις πρώτες πόζες φύτρωσαν
Φύτρωσαν αναμνήσεις
Ήθελαν ποιητικά να με καταβροχθίσουν
Ήθελα να σαπίσουν στον παροξυσμό τους
Και αυτές νόθες φύτρες ξεπήδηξαν χρόνια μετά ...
- Ό,τι πιο λατρεμένο το 'χω θάψει
Και ό,τι θάβω φυτρώνει πιο λατρεμένο
Και διατηρεί το σχήμα μιας θλίψης
Όχι τη θλίψη
Απλά το σχήμα της -
Βύζαιναν το μαζοχιστικό μου ποτιστήρι
Ψήλωναν, θέριευαν, μ' έζωναν
Και μ' έπνιξαν συναινετικά
Δεν έκλαψα μπροστά μου
Άχνα, τσιμουδιά
Είμαι μεγάλο κορίτσι
Όχι δεν είμαι μεγάλο κορίτσι
Είμαι εσύ, και εσύ δεν κλαις
Εσύ είμαι άντρας
Μου λείπεις
Νίκη Χαλκιαδάκη
από τη συλλογή ο Έρωτας του Pied de Coq, 2009
Μου έλειψα σήμερα
Να είμαι εγώ αυθυποβλήθηκα
Μάζωξα σε μια ύστατη αγκαλιά φωτογραφίες
Κατέβηκα στον κήπο και τις έθαψα
Και αυτές με τις πρώτες πόζες φύτρωσαν
Φύτρωσαν αναμνήσεις
Ήθελαν ποιητικά να με καταβροχθίσουν
Ήθελα να σαπίσουν στον παροξυσμό τους
Και αυτές νόθες φύτρες ξεπήδηξαν χρόνια μετά ...
- Ό,τι πιο λατρεμένο το 'χω θάψει
Και ό,τι θάβω φυτρώνει πιο λατρεμένο
Και διατηρεί το σχήμα μιας θλίψης
Όχι τη θλίψη
Απλά το σχήμα της -
Βύζαιναν το μαζοχιστικό μου ποτιστήρι
Ψήλωναν, θέριευαν, μ' έζωναν
Και μ' έπνιξαν συναινετικά
Δεν έκλαψα μπροστά μου
Άχνα, τσιμουδιά
Είμαι μεγάλο κορίτσι
Όχι δεν είμαι μεγάλο κορίτσι
Είμαι εσύ, και εσύ δεν κλαις
Εσύ είμαι άντρας
Μου λείπεις
Νίκη Χαλκιαδάκη
από τη συλλογή ο Έρωτας του Pied de Coq, 2009
Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011
ο Έρωτας του Pied de Coq
Μονολογώ ... προσπαθώ να μοιραστώ μαζί σου
ένα τετράγωνο
μα εγώ μόνο στο μαύρο χωράω
«Ας μην μονομαχήσουμε απόψε ...
μα εγώ μόνο στο μαύρο χωράω
«Ας μην μονομαχήσουμε απόψε ...
νιώθω τόσο ερωτευμένη ...
αν σε σκοτώσω δεν θα κερδίσω ...
αν σε σκοτώσω δεν θα κερδίσω ...
αν με πληγώσεις θα σε λατρέψω
θα μου άρεσε πολύ να καθίσεις λίγο δίπλα μου
δεν χρειάζεται να μιλάμε,
θα μου άρεσε πολύ να καθίσεις λίγο δίπλα μου
δεν χρειάζεται να μιλάμε,
πολλές φορές μας έβλαψαν οι λέξεις
μπορείς να σιγοτραγουδάς σαν να είσαι μόνος,
μπορείς να σιγοτραγουδάς σαν να είσαι μόνος,
δεν με πειράζει
αν είχα χέρια θα τα άπλωνα
με προκαλούν αυτές οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια σου
γδύσε με μια τελευταία φορά,
αν είχα χέρια θα τα άπλωνα
με προκαλούν αυτές οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια σου
γδύσε με μια τελευταία φορά,
θέλει γύμνια η αγάπη
και δεν έχω άλλες κινήσεις,
και δεν έχω άλλες κινήσεις,
τις ήπια χθες πριν σε συναντήσω
μην τρέμεις! για να γίνεις ο έρωτας του Pied de Coq
θα πρέπει το αίμα μου να μεταλάβεις,
μην τρέμεις! για να γίνεις ο έρωτας του Pied de Coq
θα πρέπει το αίμα μου να μεταλάβεις,
έτσι το θέλουν οι χρησμοί»
Είπε, και πριν βασιλέψει κοκκίνισε η σκακιέρα τους από
ένα μονάχα αιχμηρό φιλί
Νίκη Χαλκιαδάκη
από την ομώνυμη συλλογή, 2009
Είπε, και πριν βασιλέψει κοκκίνισε η σκακιέρα τους από
ένα μονάχα αιχμηρό φιλί
Νίκη Χαλκιαδάκη
από την ομώνυμη συλλογή, 2009
Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011
Θαλασσογραφία
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι όμορφα που θα 'πλεε η ζωή μου!
Θα χόρευα πίσω κι εμπρός,
εμπρός και πίσω
κι ίσως με σταματούσε μοναχά
τα σήμαντρο κάποιου απάτητου καμπαναριού
Θα 'κανα φίλους καρδιακούς
και κοσμογυρισμένους
όσο μαζί, τόσο και λεύτεροι
να πεταρίζουμε το δείλι
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι γρήγορα θα έγειανε η πληγή μου!
Θ΄αποξεχνιόμουν στων ψαράδων τις κουβέντες,
κείνων που ξέρουν να διηγούνται ιστορίες
Χιλιάδες δίχτυα, παφλασμούς
ν' αφήνω να μου παίρνουν
Θα ΄χα ζωή και στο σκοτάδι ακόμα,
μυστήρια θα βύθιζα εντός μου μύρια
Κάθε λογής κοράλλια μου
να σου χάριζα κι εσένα
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου,
πώς δε θα μ΄έσκιαζαν πια και οι φουρτούνες!
Θα ΄κρυβα στο μανίκι μου ένα καντάρι ήλιο,
πότε ψηλά του γαλανού και πότε της αλμύρας
μαζί να κλέβουμε θωριές
με τ' ακροδάκτυλά μας
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι όμορφα που θα ' πλεε η ζωή μου!
Μα εγώ φέρνω στο βότσαλο
που σέρνεται πίσω κι εμπρός,
μπρος πίσω
από του κύματος τον τελευταίο αφρό
στην άκρη αυτού του τόπου
Κι είμαι μικρός,
είμαι ανήμπορος το πέλαγο να φτάσω
Μαρία Θεοφιλάκου
από τη συλλογή ΑΝ (ΩΝ) ΥΜΑ, 2010
τι όμορφα που θα 'πλεε η ζωή μου!
Θα χόρευα πίσω κι εμπρός,
εμπρός και πίσω
κι ίσως με σταματούσε μοναχά
τα σήμαντρο κάποιου απάτητου καμπαναριού
Θα 'κανα φίλους καρδιακούς
και κοσμογυρισμένους
όσο μαζί, τόσο και λεύτεροι
να πεταρίζουμε το δείλι
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι γρήγορα θα έγειανε η πληγή μου!
Θ΄αποξεχνιόμουν στων ψαράδων τις κουβέντες,
κείνων που ξέρουν να διηγούνται ιστορίες
Χιλιάδες δίχτυα, παφλασμούς
ν' αφήνω να μου παίρνουν
Θα ΄χα ζωή και στο σκοτάδι ακόμα,
μυστήρια θα βύθιζα εντός μου μύρια
Κάθε λογής κοράλλια μου
να σου χάριζα κι εσένα
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου,
πώς δε θα μ΄έσκιαζαν πια και οι φουρτούνες!
Θα ΄κρυβα στο μανίκι μου ένα καντάρι ήλιο,
πότε ψηλά του γαλανού και πότε της αλμύρας
μαζί να κλέβουμε θωριές
με τ' ακροδάκτυλά μας
Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι όμορφα που θα ' πλεε η ζωή μου!
Μα εγώ φέρνω στο βότσαλο
που σέρνεται πίσω κι εμπρός,
μπρος πίσω
από του κύματος τον τελευταίο αφρό
στην άκρη αυτού του τόπου
Κι είμαι μικρός,
είμαι ανήμπορος το πέλαγο να φτάσω
Μαρία Θεοφιλάκου
από τη συλλογή ΑΝ (ΩΝ) ΥΜΑ, 2010
Τρίτη 15 Μαρτίου 2011
Καθοδόν προς το γήπεδο
Ήρθε και με πήρε με την παλιά, θορυβώδη μοτοσικλέτα. Χωθήκαμε μες στις λεωφόρους, εγώ τον κρατούσα σφιχτά σαν να επρόκειτο να φύγει, τα πουλιά σκορπούσαν τώρα προς τις αιχμηρές, τις καμένες σκεπές των εργοστασίων. Και εγώ τον κρατούσα σφιχτά, σαν να επρόκειτο να μιμηθεί το γρήγορο ίσκιο τους. Και η μοτοσικλέτα ακολουθούσε μια φρενήρη διαδρομή περνώντας τα κλειστά μαγαζιά, τα σκονισμένα εργοτάξια, τα ζαχαροπλαστεία με τις θολές βιτρίνες. Από το βάθος τώρα ακούγονταν οι ιαχές του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο μες στην αρένα και με βωμολοχίες προσδοκούσε το υψηλό θέαμα. Εγώ τον κρατούσα σφιχτά, σαν τάχα να γνώριζα ένα τρομερό μυστικό για τη λήξη του βίου του. Οι πλάτες του ένας εξάντας να ορίζει το τοπίο, το εύρος της εξάντλησής μου. Λύσσαγαν τα σκυλιά μες στις αυλές και γαντζώνονταν απελπισμένα πάνω στα σύρματα, επιδεικνύοντας τα φοβερά τους δόντια, καθώς εμείς κινούμαστε με τη σταθερή ταχύτητα ενός απογεύματος και εγώ τον κρατούσα σφιχτά και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνη την απίστευτη θερμότητα του κορμιού του.
Έπειτα περπατήσαμε βιαστικά ανάμεσα στις καντίνες, τους χρησμικούς καπνούς τους και εισήλθαμε στη θύρα. Καθώς οι αυτοκράτορες προτού αρχίσει το θέαμα και φανούν οι μονομάχοι με τα λαμπερά σώματα, τα μέλη τα ντυμένα με το χαλκό, τον αιματίτη, τα ρωμαϊκά μαλλιά. Μα εγώ, που όλο συλλογιόμουνα πως είναι σπουδαίο να τον κρατώ, τώρα λυπημένος επευφημούσα τους ποδοσφαιριστές καθώς εισέρχονταν στο κατάμεστο γήπεδο. Κανείς δεν ήξερε πως ολάκερη η κερκίδα συνιστούσε ένα έρημο πεδίο βολής. Οι άλλοι ζητωκραύγαζαν παθιασμένα, και εγώ ακόμα τον κρατούσα και σκεφτόμουν με μια ακατανίκητη εμμονή το λεπτό σχέδιο των χειλιών του.
Απόστολος Θηβαίος
αδημοσίευτο
Έπειτα περπατήσαμε βιαστικά ανάμεσα στις καντίνες, τους χρησμικούς καπνούς τους και εισήλθαμε στη θύρα. Καθώς οι αυτοκράτορες προτού αρχίσει το θέαμα και φανούν οι μονομάχοι με τα λαμπερά σώματα, τα μέλη τα ντυμένα με το χαλκό, τον αιματίτη, τα ρωμαϊκά μαλλιά. Μα εγώ, που όλο συλλογιόμουνα πως είναι σπουδαίο να τον κρατώ, τώρα λυπημένος επευφημούσα τους ποδοσφαιριστές καθώς εισέρχονταν στο κατάμεστο γήπεδο. Κανείς δεν ήξερε πως ολάκερη η κερκίδα συνιστούσε ένα έρημο πεδίο βολής. Οι άλλοι ζητωκραύγαζαν παθιασμένα, και εγώ ακόμα τον κρατούσα και σκεφτόμουν με μια ακατανίκητη εμμονή το λεπτό σχέδιο των χειλιών του.
Απόστολος Θηβαίος
αδημοσίευτο
Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011
Πόθος ιερός
Τι ευτυχία ανείπωτη το φιλί σου !
Θάνατος μικρός, μεγαλειώδης η αφή των χειλιών σου.
Αίσθηση ανυπέρβλητη προκαλεί το άγγιγμα των χεριών,
βαθιά στη γούρνα της ζωής.
Σαν θάνατος περήφανου γερανού
που καταρρίπτεται εμπρός στο αδειανό βλέμμα του Θεού
μοιάζει το ακράγγιγμα σου.
Απόστολος Θηβαίος
από τη συλλογή Οδός πόλεως αριθμός 28, 2010
Θάνατος μικρός, μεγαλειώδης η αφή των χειλιών σου.
Αίσθηση ανυπέρβλητη προκαλεί το άγγιγμα των χεριών,
βαθιά στη γούρνα της ζωής.
Σαν θάνατος περήφανου γερανού
που καταρρίπτεται εμπρός στο αδειανό βλέμμα του Θεού
μοιάζει το ακράγγιγμα σου.
Απόστολος Θηβαίος
από τη συλλογή Οδός πόλεως αριθμός 28, 2010
Φορεσιά
Ψιθυρίζει το φθινόπωρο νεκρό στο ρημαγμένο δρόμο.
Σαπίζουν τα φύλλα, σαν γλυκό του βάζου
που μετρά στόματα αδηφάγα
και σοδειές περασμένες, αδιάθετες.
Τι λύπη να νιώθει άραγε
εκείνο το λυγερόκορμο κορίτσι στην πλατεία
με τα αδειανά χέρια και τη δειλή κραυγή που όλο γερνά,
φορώντας την ίδια φθαρμένη άνοιξη.
Ο σκύλος οσμίζεται το κρέας και αλυχτά χαρούμενος
πίσω από τις πυκνές φυλωσιές,
με το φίδι και τη λάσπη να κυλούν στις φλέβες του.
Θολό το τζαμωτό και πάει καιρός
που δεν χωρούν πια εκεί τα ονόματα
και οι δαχτυλικές σου ζωγραφιές.
Απόστολος Θηβαίος
από τη συλλογή Οδός πόλεως αριθμός 28, 2010
Σαπίζουν τα φύλλα, σαν γλυκό του βάζου
που μετρά στόματα αδηφάγα
και σοδειές περασμένες, αδιάθετες.
Τι λύπη να νιώθει άραγε
εκείνο το λυγερόκορμο κορίτσι στην πλατεία
με τα αδειανά χέρια και τη δειλή κραυγή που όλο γερνά,
φορώντας την ίδια φθαρμένη άνοιξη.
Ο σκύλος οσμίζεται το κρέας και αλυχτά χαρούμενος
πίσω από τις πυκνές φυλωσιές,
με το φίδι και τη λάσπη να κυλούν στις φλέβες του.
Θολό το τζαμωτό και πάει καιρός
που δεν χωρούν πια εκεί τα ονόματα
και οι δαχτυλικές σου ζωγραφιές.
Απόστολος Θηβαίος
από τη συλλογή Οδός πόλεως αριθμός 28, 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)